Στοιχεία που αφορούν δύο περιπτώσεις άγνωστες μέχρι σήμερα κατά τις οποίες αμερικανοί πράκτορες χρησιμοποίησαν το βασανιστήριο του εικονικού πνιγμού σε λίβυους ενόπλους που κρατούνταν από τις αμερικανικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν, ανακοίνωσε ότι περιήλθαν στην κατοχή της μια ανθρωπιστική οργάνωση.
Σε έκθεσή της που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, η Human Rights Watch αναφέρει επίσης ότι συνέλεξε νέα στοιχεία σχετικά με την έκταση στην οποία οι ΗΠΑ και ορισμένοι σύμμαχοί τους, περιλαμβανομένης της Βρετανίας, φέρεται ότι έθεταν υπό κράτηση εξόριστους αντικαθεστωτικούς του λίβυου ηγέτη Μουάμαρ Καντάφι και στη συνέχεια τους μετέφεραν στη Λιβύη δια της βίας.
Η Human Rights Watch δήλωσε ότι συνέλεξε τις πληροφορίες μέσω συνεντεύξεων με θύματα και αυτόπτες μάρτυρες, αλλά και μελετώντας αρχεία τα οποία αρχικά ήταν μυστικά και στη συνέχεια δόθηκαν στη δημοσιότητα στη διάρκεια της εξέγερσης στη Λιβύη που οδήγησε στην απομάκρυνση και τελικά στον θάνατο του Καντάφι.
Τα αρχεία αυτά που δημοσιοποιήθηκαν μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Καντάφι περιλαμβάνουν απόρρητη αλληλογραφία μεταξύ ανώτατων λίβυων αξιωματούχων και αξιωματούχων της CIA και των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών MI5 και MI6.
Από τις πληροφορίες αυτές προκύπτει ότι από τα τέλη του 2003 όταν ο Καντάφι συμφώνησε να παραδώσει τα όπλα μαζικής καταστροφής και μέχρι την εξέγερση στη χώρα το 2011, ο Καντάφι και οι δυτικές υπηρεσίες αντικατασκοπείας συνεργάζονταν μυστικά κατά των ενόπλων ισλαμιστών.
«Οι ΗΠΑ όχι μόνο παρέδωσαν “στο πιάτο” τους εχθρούς του στον Καντάφι, αλλά φαίνεται ότι πολλούς από αυτούς τους βασάνιζε πρώτα η CIA», δήλωσε η Λόρα Πίτερ, ειδική σε θέματα αντιτρομοκρατίας της οργάνωσης και συντάκτρια της έκθεσης.
«Η έκταση της κακοποίησης από την κυβέρνηση Μπους φαίνεται πολύ μεγαλύτερη απ΄ό,τι ήταν μέχρι σήμερα γνωστό και υπογραμμίζει την αναγκαιότητα της έναρξης ευρείας έρευνας σχετικά με το τι συνέβη», προσθέτει η ίδια.
Την μέθοδο ανάκρισης με εικονικό πνιγμό έχει καταδικάσει τόσο ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα όσο και ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χαρακτηρίζοντάς την βασανιστήριο.
Ωστόσο, αμερικανοί και βρετανοί αξιωματούχοι υπερασπίστηκαν τις πράξεις των κυβερνήσεών τους.
«Δεν μπορεί να προκαλεί έκπληξη ότι η CIA συνεργάζεται με ξένες κυβερνήσεις στην προσπάθεια προστασίας της χώρας μας από την τρομοκρατία και άλλες φονικές απειλές. Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε», δήλωσε η εκπρόσωπος της CIA Τζένιφερ Γιάνγκμπλαντ.
«Η κυβέρνηση είναι σαφής και αμετακίνητη κατά των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης, σκληρής και ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Δεν την συγχωρούμε, ούτε ζητούμε από άλλους να την εφαρμόσουν για λογαριασμό μας» είπε εκπρόσωπος του βρετανικού Φόρεϊν Όφις
Ορισμένες από τις άλλες χώρες τις οποίες η Human Rights Watch καταγγέλλει ως συνεργάτες των ΗΠΑ στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι η Ολλανδία, το Πακιστάν, η Κίνα, η Μαλαισία, το Μαρόκο και το Σουδάν.
Σύμφωνα με την οργάνωση, η μαρτυρία ενός πρώην κρατούμενου, του Μοχάμεντ Σοροέγια, ο οποίος ισχυρίζεται ότι υποβλήθηκε σε εικονικό πνιγμό επανειλημμένως από αμερικανούς, ήταν «λεπτομερής και αξιόπιστη».
Ο Σοροέγια υποστηρίζει ότι υποβλήθηκε σε εικονικό πνιγμό ενώ κρατούνταν από τους Αμερικανούς στο Αφγανιστάν και ότι παρών ήταν και ένας γιατρός, σύμφωνα με την οργάνωση.
Η Human Rights Watch αναφέρει επίσης, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, ότι και ένας λίβυος πρώην κρατούμενος, ο Χαλίντ αλ Σαρίφ, περιέγραψε ότι υποβλήθηκε σε «παρεμφερή μέθοδο ανάκρισης».
Οι μαρτυρίες των λίβυων πρώην κρατουμένων, οι οποίοι υπήρξαν μέλη μιας ένοπλης ισλαμιστικής μαχητικής οργάνωσης, έρχονται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του πρώην προέδρου Τζορτζ Μπους, του πρώην επικεφαλής της CIA Μάικλ Χέιντεν και άλλων αμερικανών αξιωματούχων ότι ο εικονικός πνιγμός χρησιμοποιήθηκε μόνο σε τρεις ενόπλους–κανένας εκ των οποίων δεν ήταν λίβυος, στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου.
Η Human Rights Watch απαίτησε να ζητήσει ο πρόεδρος Ομπάμα από τον υπουργό Δικαιοσύνης, Ερικ Χόλντερ, την διεξαγωγή ποινικής έρευνας σχετικά με τις μεθόδους ανάκρισης και τις συνθήκες κράτησης από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, μόλις την περασμένη εβδομάδα ο Χόλντερ ανακοίνωσε ότι ολοκληρώνει την έρευνά του σχετικά με το ζήτημα χωρίς όμως να απαγγείλει κατηγορίες.