Τα περιστατικά βίας κατά γυναικών φαίνεται πως παραμένουν ατιμώρητα στο Τσαντ, όπως δείχνει και η ιστορία της 16χρονης Χαουρίγια, η οποία αναμένει την εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό της προσφυγής της εναντίον του συζύγου της. Ο άνδρας είχε σε πρώτο βαθμό αθωωθεί.
«Φοβάμαι ότι Χαρούν Χισέιν θα μου κάνει κακό διότι με απείλησε δημοσίως μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Η δικαιοσύνη στο Τσαντ δεν μπορεί να κάνει τίποτα γιατί είναι διεφθαρμένη», κατήγγειλε η Χαουρίγια Μαχαμάτ Αμπντουλαγέ, που θα γίνει 17 ετών τον Νοέμβριο.
Η κοπέλα, που έχει επιστρέψει στο πατρικό της, δεν πηγαίνει πια σχολείο διότι φοβάται τα αντίποινα του άνδρα με τον οποίο είναι ακόμη παντρεμένη.
Οι γονείς της Χαουρίγια προσέφυγαν στη δικαιοσύνη το 2016 κατηγορώντας τον για την απαγωγή της ανήλικης κόρης τους. Όμως η δικαιοσύνη του Τσαντ αθώωσε τον Χισέιν τον Αύγουστο του 2017.
Η εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό ξεκινά αύριο στη Ντζαμένα.
Τον Απρίλιο του 2016 η Χαουρίγια, που τότε ήταν 13 ετών, ξέφυγε από τον σύζυγό της, ο οποίος την είχε απαγάγει στα σύνορα Τσαντ- Σουδάν. Κατήγγειλε ότι την κρατούσε και τη βασάνιζε επί περισσότερους από τέσσερις μήνες.
Όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, οι γονείς της είχαν υποσχεθεί στον 50χρονο άνδρα την κόρη τους από την ηλικία των 9 ετών. Ο Χαρούν Χισέιν είχε ήδη δώσει προίκα στην οικογένεια της Χαουρίγια και είχε δεχθεί να περιμένει μέχρι το κορίτσι γίνει 18 ετών προτού την παντρευτεί, σύμφωνα με τον πατέρα της Μαχάματ Αμπντουλαγέ.
«Όμως θέλησε να την παντρευτεί όταν έγινε 11 ετών», δήλωσε ο ίδιος και πρόσθεσε ότι αρνήθηκε να επιτρέψει τον γάμο της κόρης του. «Με κάλεσε σπίτι του και στη συνέχεια με κρατούσε όμηρο επειδή δεν του έδινα την κόρη μου. Καθώς δεν μπορούσα να του δώσω πίσω τα χρήματα της προίκας, αναγκάστηκα να του δώσω την κόρη μου» εξήγησε.
Στο Τσαντ το 68% των γυναικών παντρεύονται προτού γίνουν 18 ετών, κατά μέσο όρο στα 16, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Unicef.
Η Ντζαμένα έχει απαγορεύσει τον γάμο ανηλίκων και τον καταναγκαστικό γάμο από το 2015, σύμφωνα με την Ιντρίς Μαχάματ Χάσαν, δικηγόρο της πολιτικής αγωγής. «Ο κατηγορούμενος αναγνωρίζει τα γεγονότα και ζητεί συγγνώμη» τόνισε.
Στο Τσαντ οι καταδίκες για την άσκηση βίας εναντίον γυναικών ή για καταναγκαστικούς γάμους είναι σπάνιες. Η Unicef καταγράφει κάποιες προόδους μετά τον νόμο του 2015, με διακανονισμούς «συχνότερα φιλικούς» στο πλαίσιο της τοπικής κοινωνίας και μερικές προσφυγές.
Το Τσαντ διαθέτει «στέρεη νομικά βάση αναφορικά με την ισότητα των δύο φύλων», σύμφωνα με έκθεση του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο και αφορούσε τις διακρίσεις εις βάρος των γυναικών. Όμως ο ΟΗΕ καταγγέλλει «κάποιες βλαπτικές πρακτικές που είναι βαθιά ριζωμένες στην πατριαρχική, παραδοσιακή κοινωνία».
Το 2016 η μαρτυρία της Ζουχούρα, που έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού από τους γιους ανώτερων αξιωματικών του στρατού και του νυν προέδρου της επιτροπής της Αφρικανικής Ένωσης Μούσα Φάκι, είχε σπρώξει χιλιάδες διαδηλωτές στους δρόμους. Από τους έξι βιαστές της οι δύο αθωώθηκαν και οι άλλοι καταδικάστηκαν σε δέκα χρόνια καταναγκαστικά έργα, όμως δεν εξέτισαν την ποινή τους…
(φωτογραφία αρχείου)