Ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Τζέρεμι Χαντ κατηγόρησε σήμερα τη στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών της Ρωσίας (GU) ότι βρίσκεται πίσω από σωρεία κυβερνοεπιθέσεων εναντίον πολιτικών και αθλητικών θεσμών, εταιρειών και μέσων ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο.
«Αυτό το είδος συμπεριφοράς δείχνει την επιθυμία τους να δρουν αψηφώντας το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες (…) με αίσθημα απόλυτης ατιμωρησίας και χωρίς να παίρνουν υπόψη τους τις συνέπειες», ανέφερε ο Χαντ, αναφερόμενος στους κατάσκοπους της ρωσικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών.
«Το μήνυμά μας είναι σαφές», συνέχισε ο ΥΠΕΞ του Ηνωμένου Βασιλείου. «Μαζί με τους συμμάχους μας, θα αποκαλύπτουμε και θα αντιδρούμε στις προσπάθειες της GRU να υπονομεύσει τη διεθνή σταθερότητα», διεμήνυσε ο Χαντ, υποστηρίζοντας ότι το Εθνικό Κέντρο Κυβερνοασφάλειας της Βρετανίας (NCSC) θεωρεί ότι είναι «σχεδόν απόλυτα βέβαιο» πως η υπηρεσία πληροφοριών του ρωσικού στρατού βρισκόταν πίσω από δεκάδες κυβερνοεπιθέσεις σε διεθνές επίπεδο.
Η υπηρεσία πληροφοριών του ρωσικού στρατού, γνωστή με το ακρώνυμο GRU, το οποίο παραπέμπει στην παλαιότερη ονομασία της (Κεντρική Διεύθυνση Πληροφοριών) άλλαξε τον τίτλο της το 2010 σε Κεντρική Διεύθυνση του Γενικού Επιτελείου (GU). Σε διεθνές επίπεδο, συνήθως χρησιμοποιείται το παλιό της ακρώνυμο.
Οι κυβερνοεπιθέσεις που της προσάπτει το Λονδίνο διαπράχθηκαν «χωρίς διάκριση», χωρίς καμιά «συναίσθηση του κινδύνου» και «παράνομα» και είχαν αποτέλεσμα να «πληγούν οι πολίτες πολλών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας», ενώ «στοίχισαν εκατομμύρια λίρες σε εθνικές οικονομίες», κατήγγειλε ο Χαντ, για τον οποίο βασικοί στόχοι τους ήταν η «υπονόμευση» και «η ανάμιξη στις εκλογές σε άλλες χώρες».
Ανάμεσα στις επιθέσεις που το NCSC προσάπτει στη ρωσική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών είναι αυτή εναντίον των εξυπηρετητών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ, που συνδέεται με το σκάνδαλο της φερόμενης ρωσικής ανάμιξης στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016. Η Ουάσινγκτον έχει ήδη κατηγορήσει για αυτήν την GU.
Στις επιθέσεις, κατά το Λονδίνο, συμπεριλαμβάνονται επίσης η πειρατεία στις βάσεις δεδομένων του Παγκόσμιου Οργανισμού Αντιντόπινγκ, που οδήγησε στη διαρροή πολλών εμπιστευτικών εγγράφων, καθώς επίσης και η πειρατεία στα συστήματα πληροφορικής του αεροδρομίου της Οδησσού στην Ουκρανία.
Μια πηγή προσκείμενη στη βρετανική κυβέρνηση τόνισε ότι το Λονδίνο θεωρεί πως πίσω από τη σειρά των κυβερνοεπιθέσεων βρίσκεται «ένας και μόνος υπεύθυνος, το Κρεμλίνο».
Η βρετανική κυβέρνηση κατηγόρησε εξάλλου στις αρχές Σεπτεμβρίου τη GU ότι βρισκόταν πίσω από τη δηλητηρίαση με νευροτοξικό παράγοντα του ρώσου πρώην διπλού κατασκόπου Σεργκέι Σκρίπαλ και της κόρης του, της Γιούλιας, την 4η Μαρτίου στο Σάλσμπερι (νοτιοδυτική Αγγλία).
Η Ρωσία έχει διαψεύσει επανειλημμένα τις κατηγορίες ότι αναμίχθηκε στις εκλογές των ΗΠΑ, ότι βρίσκεται πίσω από την επίθεση εναντίον του Σκρίπαλ, ή πίσω από κυβερνοεπιθέσεις.
Η υπόθεση Σκρίπαλ προκάλεσε τη σοβαρότερη διπλωματική κρίση ανάμεσα στη Ρωσία και χώρες της Δύσης μετά τον ψυχρό πόλεμο, με τις απελάσεις δεκάδων διπλωματών εκατέρωθεν.
Η GU, η οποία φέρεται να διαθέτει πράκτορες σε όλο τον κόσμο και αναφέρεται στον αρχηγό του γενικού επιτελείου και στον υπουργό Άμυνας, δεν σχολιάζει ποτέ επίσημα τις ενέργειές της. Η δομή της, ο αριθμός του προσωπικού της, η χρηματοδότησή της και η δράση της αποτελούν κρατικά μυστικά στη Ρωσία.
Σε βάρος του επικεφαλής της GU, του Ίγκορ Κόρομποφ, επιβλήθηκαν κυρώσεις από τις ΗΠΑ το 2016 και το 2018.
Η ίδρυση της υπηρεσίας αυτής ανάγεται στην εποχή του Ιβάν του Τρομερού, αλλά επανιδρύθηκε μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων. Ο Βλαντίμιρ Λένιν επέμενε ότι έπρεπε να μείνει ανεξάρτητη από όλες τις άλλες υπηρεσίες ασφαλείας.