Πριν από δύο χρόνια ο τότε πρόεδρος του Μεξικού Φελίπε Καλντερόν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος για τα αποτελέσματα του πολέμου που είχε εξαπολύσει εναντίον του οργανωμένου εγκλήματος και του εμπορίου ναρκωτικών. «Θα νικήσουμε το έγκλημα», έλεγε στην εφημερίδα Μοντ. Και έσπευδε να προσθέσει: «Αν βλέπετε σκόνη, είναι επειδή καθαρίζουμε το σπίτι».
Στα τέλη του χρόνου, ο Καλντερόν θα παραδώσει την εξουσία στον Ενρίκε Πένια Νιέτο. Και ο απολογισμός θα είναι συντριπτικός. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του μεξικανικού Ινστιτούτου στατιστικών και γεωγραφίας, το 2011 έγιναν 27.199 δολοφονίες και την περίοδο 2007-2011, ο συνολικός αριθμός των δολοφονιών έφτασε τις 95.632, αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, αναφερόμενο σε δημοσίευμα της Le Monde.
Αυτό το πραγματικό μακελειό συνιστά χωρίς αμφιβολία την πιο φονική σύγκρουση των τελευταίων ετών στον πλανήτη. Εκτός από τον αριθμό των νεκρών που συνδέονται στενά με τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών, έχουν αναπτυχθεί και βιομηχανίες απαγωγών, εκβιασμών, πορνείας και εμπορίου οργάνων. Επιπλέον, ο χάρτης των δολοφονιών αποκαλύπτει ότι δεν περιορίζονται στις περιοχές όπου έχουν έντονη δράση οι συμμορίες, αλλά επεκτείνονται σε όλη τη χώρα. Η πολιτεία με τους περισσότερους φόνους είναι η Τσιουάουα και ακολουθούν το Γκερέρο και η Σιναλόα.
Αυτή η έκρηξη της βαρβαρότητας, που έχει προκληθεί από τον πόλεμο κατά του εμπορίου ναρκωτικών και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα στα καρτέλ, δεν φείδεται κανενός, ούτε των δημοσιογράφων που θέλουν να πουν την αλήθεια ούτε των δημάρχων που πέφτουν θύματα διαφθοράς. Όλα τα ταμπού για τον σεβασμό του ανθρώπου έχουν καταρρεύσει.
Είναι φανερό λοιπόν ότι η «στρατιωτική» στρατηγική την οποία άρχισε να εφαρμόζει πριν από μια εξαετία ο Καλντερόν, με τη διαρκή οικονομική στήριξη της Ουάσινγκτον, απέτυχε παταγωδώς. Κανείς όμως δεν είναι σε θέση να προτείνει μια εναλλακτική στρατηγική. Δύσκολα θα αλλάξει κάτι η εκλογή του Πένια Νιέτο, που σηματοδοτεί την επιστροφή του Θεσμικού Επαναστατικού Κόμματος στην εξουσία.
Το Μεξικό βρίσκεται πλέον στην πέμπτη θέση των χωρών της αμερικανικής ηπείρου με τους περισσότερους φόνους. Πρώτη είναι η Ονδούρα (82,1 δολοφονίες ανά 100.000 κατοίκους), δεύτερο το Ελ Σαλβαδόρ (66), τρίτη η Γουατεμάλα (41,4) και τέταρτη η Κολομβία (33,4). Το ποσοστό αυτό στο Μεξικό ήταν 8 φόνοι ανά 100.000 κατοίκους το 2007 και έχει φτάσει σήμερα τους 24 φόνους. Πέρα από την κεντρική Αμερική, όμως, η πρόκληση είναι μεγάλη και για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, όπου η ευημερία των αγορών ναρκωτικών και οι πωλήσεις όπλων τροφοδοτούν ευθέως τη βία στο Μεξικό. Η πρόκληση αυτή δεν είναι εξωτική, αλλά παγκόσμια, και απαιτεί απαντήσεις.
Οι μεξικανικές αρχές αμφισβητούν αυτά τα στοιχεία. «Στην πολιτεία μας, οι φόνοι έχουν μειωθεί κατά 70% από τον Ιούλιο του 2010 μέχρι σήμερα», δήλωσε την περασμένη Τρίτη ο κυβερνήτης της Τσιουάουα Σέσαρ Ντουάρτε. Σε ανάλογες διαψεύσεις έχει προβεί και η μεξικανική κυβέρνηση, για την οποία ο πόλεμος κατά και μεταξύ των καρτέλ έχει στοιχίσει την τελευταία πενταετία τη ζωή σε 47.515 ανθρώπους. «Βλέπουμε έναν πόλεμο αριθμών, όπου η κυβέρνηση ελαχιστοποιεί τους νεκρούς για να δικαιολογήσει τη μετωπική της στρατηγική απέναντι στα καρτέλ», λέει ο Λουίς ντε λα Μπαρέρα, ειδικός για τη δημόσια ασφάλεια στο αυτόνομο εθνικό Πανεπιστήμιο του Μεξικού.
Τα καρτέλ έχουν διεισδύσει σε όλη τη δημόσια διοίκηση, και πρώτα απ’ όλα στην αστυνομία. «Η κουλτούρα της βίας και της ατιμωρησίας διαχέεται σε όλη την κοινωνία, σαν μια κοινωνική επιδημία», εξηγεί ο Εντγκάρντο Μπουσκάλια, ειδικός για το οργανωμένο έγκλημα στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και πρόεδρος του μεξικανικού Ινστιτούτου δράσης των πολιτών. Μόνο το 1% των 12 εκατομμυρίων εγκλημάτων που διαπράττονται κάθε χρόνο φτάνει στο δικαστήριο. Και το εμπόριο όπλων επιδεινώνει την κατάσταση: τα τελευταία πεντέμισι χρόνια έχουν κατασχεθεί 142.000 όπλα, το 80% των οποίων προέρχονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού επιταχύνθηκε και από τη φτώχεια, επισημαίνει ο Ερνέστο Λόπες Πορτίγιο, διευθυντής του Ινστιτούτου για την ασφάλεια και τη δημοκρατία. Από το 2008 ως το 2010, οι φτωχοί Μεξικανοί αυξήθηκαν κατά 3,2 εκατομμύρια, φτάνοντας τα 52 εκατομμύρια σε συνολικό πληθυσμό 114 εκατομμυρίων. Το Μεξικό έχει όμως και 7,8 εκατομμύρια «ούτε-ούτε», δηλαδή νέους ανθρώπους 15 ως 29 ετών που ούτε σπουδάζουν ούτε έχουν δουλειά.