Όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά άφησε ο γερμανός υπουργός Εσωτερικών και Αρχηγός της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) σχετικά με τις αποφάσεις που θα ληφθούν την Κυριακή, όταν θα έχει εκπνεύσει η προθεσμία που έχει δώσει ο ίδιος στην Καγκελάριο Μέρκελ προκειμένου να βρει λύση για τις επαναπροωθήσεις μεταναστών. Την ίδια ώρα, ο Αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ο ίδιος, σημείωνε ότι η κατάσταση είναι «πραγματικά σοβαρή», αλλά εξέφραζε την αισιοδοξία του ότι στο τέλος θα βρεθεί κάποια λύση.
«Είχαμε το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν μπορεί λοιπόν κανείς να συνεχίσει όπως πριν», δήλωσε ο κ. Χορστ Ζεεχόφερ σε πολιτική εκπομπή του δεύτερου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ZDF, αλλά ταυτόχρονα δήλωσε ότι δεν γνωρίζει στο κόμμα του κανέναν «ο οποίος να θέλει να ανατρέψει την Καγκελάριο, ή να διαλύσει την συνεργασία με το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα». Τόνισε μάλιστα ότι με την κυρία Μέρκελ δεν υπάρχει διαφορά ουσίας, αλλά μόνο μεθοδολογίας. Η κυρία Μέρκελ αναμένεται να ενημερώσει τους κυβερνητικούς της εταίρους για τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής την Παρασκευή, ενώ η αποφασιστική συζήτηση θα διεξαχθεί την Κυριακή αργά τη νύχτα. «Δεν πρόκειται για μια κενή διαμάχη αρχών, αλλά για την ασφάλεια, για τους ανθρώπους, για τους κινδύνους», τόνισε κατ’ επανάληψη.
Ο γερμανός υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος έχει απειλήσει να εφαρμόσει τις επαναπροωθήσεις ακόμη και χωρίς την σύμφωνη γνώμη της Καγκελαρίου, αρνήθηκε ότι στο επίκεντρο της διαφοράς βρίσκεται η απομάκρυνση μερικών χιλιάδων μεταναστών: το ζήτημα είναι η τήρηση, όπως είπε, του κράτους δικαίου. Η χρήση πάντως του όρου «τουρισμός ασύλου» που εισήγαγαν οι Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές, προκειμένου να περιγράψουν τους μετανάστες οι οποίοι διεκδικούν την παραμονή τους στην Γερμανία, παρά το γεγονός ότι οι χώρες τους δεν βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, φάνηκε να ενόχλησε την δημοσιογράφο, η οποία ζήτησε εξηγήσεις από τον κ. Ζεεχόφερ. «Εδώ έχουμε αστυνομία γλώσσας!», διαμαρτυρήθηκε ο Βαυαρός πολιτικός, τονίζοντας ότι δεν δέχεται μαθήματα κοσμοπολιτισμού από κανέναν και επιμένοντας στο ότι αν κάποιος μετανάστης καταγράφεται για πρώτη φορά στην Τσεχία, πρέπει να παραμένει εκεί.
Απαντώντας στην ερώτηση αν μπορεί ακόμη να συνεργαστεί με την κυρία Μέρκελ, καθώς είχε διαρρεύσει ότι σε στενό κύκλο είχε πρόσφατα δηλώσει το αντίθετο, ο Χορστ Ζεεχόφερ, σύμφωνα με την ανταποκρίτρια του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, απαντά: «Ναι, μιλάμε καθημερινά και προσπαθούμε να βρούμε λύσεις». Σε ό,τι αφορά το εάν συμπαθεί ο ένας τον άλλον, επισημαίνει ότι δεν αισθάνεται ότι μεταξύ τους υπάρχει αντιπάθεια, ενώ είχαν και ζεστές και αστείες στιγμές μαζί. «Εξαιρετική διαπραγματευτής, συγκεντρωμένη, σκληρή», δήλωσε. Όταν πάντως του ζητήθηκε να αποκλείσει το ενδεχόμενο διάλυσης του κυβερνητικού συνασπισμού, προτίμησε να απαντήσει «ποιος μπορεί να αποκλείσει κάτι στη ζωή;».
Από την πλευρά του ο κ. Σολτς, επίσης μιλώντας στο ZDF, αν και παραδέχτηκε ότι η κατάσταση στην κυβέρνηση είναι σοβαρή, εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι θα επιτευχθεί συμφωνία, αλλά τόνισε ότι είναι προβληματικό όταν κάποιοι εταίροι προτάσσουν το κομματικό συμφέρον.
Ο κ. Σολτς τόνισε ακόμη ότι η δουλειά του κόμματός του δεν είναι η διαμεσολάβηση μεταξύ των άλλων δύο εταίρων, αλλά το κυβερνητικό έργο και επισήμανε ότι η Ευρώπη άργησε να αντιληφθεί την σημασία της φύλαξης των εξωτερικών συνόρων και πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν φθάσει στην κεντρική Ευρώπη χωρίς να έχουν καταγραφεί πουθενά. «Επομένως, η καταγραφή στα εξωτερικά σύνορα (της ΕΕ) πρέπει να αποτελεί σημαντικό μέλημα», δήλωσε.
Ο γερμανός Αντικαγκελάριος ανέφερε ακόμα μεταξύ άλλων ότι δεν γνωρίζει το περιεχόμενο του σχεδίου που ετοίμαζε ο υπουργός Εσωτερικών για την μετανάστευση, αλλά τάχθηκε σε κάθε περίπτωση υπέρ ευρωπαϊκών λύσεων, όχι μόνο στο ζήτημα της μετανάστευσης, αλλά και σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, την οικονομία, την ευημερία των πολιτών. «Όλο μας το μέλλον εξαρτάται από την καλή συνεργασία στην ΕΕ» δήλωσε και για μία ακόμη φορά χαιρέτισε την προσήλωση του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και της Καγκελαρίου ‘Αγγελα Μέρκελ στις μεταρρυθμίσεις που χαρακτήρισε απαραίτητες.