Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ακύρωσε σήμερα τη θανατική καταδίκη ενός άνδρα ο οποίος είχε κριθεί ένοχος για τρεις φόνους, με το αιτιολογικό ότι ο συνήγορός του παραβίασε τα συνταγματικά δικαιώματα του πελάτη του καθώς αγνόησε τις αντιρρήσεις του και δήλωσε στους ενόρκους ότι ο κατηγορούμενος σκότωσε όντως τα θύματα.
Με ψήφους 6 υπέρ έναντι 3 κατά το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Ρόμπερτ Μακόι, 44 ετών, θα πρέπει να δικαστεί εκ νέου. Είχε καταδικαστεί για τους φόνους της μητέρας, του πατριού και του γιου της εν διαστάσει συζύγου του στο Μπόσιερ Σίτι της Λουιζιάνας. Και τα τρία θύματα είχαν πυροβοληθεί εξ επαφής στο κεφάλι.
Το νομικό ζήτημα που εξετάστηκε από τους εννέα δικαστές ήταν αν παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του Μακόι κατά τη διάρκεια της δίκης του, το 2011. Ο τότε συνήγορός του, Λάρι Ίνγκλις, είχε πει στους ενόρκους ότι ο Μακόι σκότωσε και τα τρία θύματα, ελπίζοντας ότι θα τον έκριναν ένοχο μόνο για ανθρωποκτονία και όχι για φόνο εκ προμελέτης και έτσι θα απέφευγε τη θανατική καταδίκη.
Η δικαστής Ρουθ Μπέικερ Γκίνσμπεργκ σημείωσε στο σκεπτικό της απόφασης ότι ο Ίνγκλις είχε βρεθεί σε δύσκολη θέση επειδή ο πελάτης του ήταν απείθαρχος και η εισαγγελία είχε καταφέρει να στηρίξει την υπόθεση. Ταυτόχρονα όμως, επειδή ο Μακόι επέμενε να δηλώνει αθώος, ο δικηγόρος δεν θα έπρεπε να παραδεχτεί ενοχή.
Ο Μακόι συνελήφθη στο Άινταχο λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία της Κριστίν Γιανγκ, του Γουίλι Γιανγκ και του Γκρέγκορι Κόλστον. Υποστήριζε ότι βρισκόταν εκτός της Πολιτείας όταν σκοτώθηκαν τα θύματα όμως στο φορτηγό του βρέθηκε ένα όπλο που οι αρχές κατάφεραν να το συνδέσουν με τους φόνους.
Ο Ίνγκλις πίστευε ότι τα στοιχεία σε βάρος του πελάτη του ήταν συντριπτικά και προσπάθησε να διαπραγματευτεί με την εισαγγελία την επιβολή των ισοβίων, με αντάλλαγμα την ομολογία του Μακόι, ο οποίος όμως απέρριψε αυτήν την πρόταση.