Ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας διαθέτει ευρείες εξουσίες, πρωτοφανείς στον δημοκρατικό κόσμο, οι οποίες έχουν ενισχυθεί περαιτέρω μετά τη μείωση της προεδρικής θητείας από τα 7 στα 5 χρόνια, γεγονός που έχει περιορίσει δραστικά τον κίνδυνο συγκατοίκησης του προέδρου με μία πολιτικά αντίπαλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το σύνταγμα της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, η οποία διαδέχθηκε το 1958 ένα καθεστώς κοινοβουλευτικής αστάθειας, εισήγαγε μία ισχυρή προεδρική εξουσία, που νομιμοποιείται από την καθολική ψηφοφορία που αποφασίσθηκε το 1962 και ενισχύθηκε από την πρακτική που ακολούθησαν ο στρατηγός ντε Γκολ και οι διάδοχοί του.
Εγγυητής της εθνικής ανεξαρτησίας, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας είναι αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και αποφασίζει για τη χρήση της πυρηνικής δύναμης της Γαλλίας. Σε περίπτωση εθνικού κινδύνου διαθέτει εξαιρετικές εξουσίες.
Ο πρόεδρος εκπροσωπεί τη Γαλλία στις διεθνείς της σχέσεις, είναι ο συνομιλητής των ξένων ηγετών και διαπραγματεύεται και επικυρώνει τις διεθνείς συνθήκες.
Έχει τη δυνατότητα να οργανώσει δημοψήφισμα για την έγκριση ενός νομοσχεδίου ή μίας συνταγματικής αναθεώρησης. Έχει την εξουσία διάλυσης της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, η οποία από την πλευρά της δεν έχει τη δυνατότητα παρά να άρει την εμπιστοσύνη της προς την κυβέρνηση.
Διορίζει πρωθυπουργό, τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης και τους επικεφαλής της δημόσιας διοίκησης. Διορίζει επίσης τα τρία από τα εννέα μέλη του Συνταγματικού Συμβουλίου (ανάμεσά τους και τον πρόεδρο), το οποίο μπορεί να συγκαλέσει για την εξέταση της συνταγματικότητας ενός νόμου.
Όταν η πλειοψηφία στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση ανήκει στο πολιτικό του στρατόπεδο, ο πρόεδρος είναι ο πραγματικός επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας και επιβάλλει τις απόψεις του στον πρωθυπουργό.
Αντίθετα, σε περίπτωση συγκατοίκησης με μία πολιτικά αντίπαλη πλειοψηφία στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση, πράγμα που έχει επαναληφθεί τρεις φορές (1986-1988, 1993-1995 και 1997-2002) ο πρωθυπουργός έχει τον πρώτο λόγο. Αλλά ο πρόεδρος διατηρεί την επιρροή του σε θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Το πέρασμα από την επταετή σε πενταετή προεδρική θητεία το 2002, έχοντας ως αποτέλεσμα τη σύμπτωση της προεδρικής και της κοινοβουλευτικής θητείας μειώνει δραστικά τις πιθανότητες συγκατοίκησης, καθώς οι βουλευτικές εκλογές διεξάγονται έναν μήνα μετά τις προεδρικές εκλογές.
Οι εξουσίες του προέδρου ελέγχονται όμως σε μικρό βαθμό από το κοινοβούλιο, αν και μετά την συνταγματική μεταρρύθμιση του 2008 οι προεδρικές εξουσίες διορισμού πλαισιώνονται από σαφέστερες νομοθετικές ρυθμίσεις. Αυτή η μεταρρύθμιση προβλέπει επίσης, πολύ υποθετικά, διαδικασία καθαίρεσης του προέδρου, σε περίπτωση παράβασης υποχρεώσεων ασυμβίβαστης με την άσκηση των καθηκόντων του.
Ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας είναι πολιτικά υπόλογος μόνον απέναντι στους Γάλλους όταν επιδιώξει την επανεκλογή του για δεύτερη και τελευταία πενταετή προεδρική θητεία.
Ο πρόεδρος χαίρει ποινικής ασυλίας (δεν διώκεται, δεν υποχρεώνεται να καταθέσει ως μάρτυρας) κατά τη διάρκεια της θητείας του.