Η γερμανική αστυνομία, που ερευνά μια απάτη που ξεπερνά το 1 εκατ. ευρώ, έκανε εφόδους σήμερα σε σπίτια στην ανατολική Γερμανία και συνέδεε έμμεσα έναν ύποπτο με μια διαβόητη νεοναζιστική συμμορία.
Οι δύο από τους 13 υπόπτους στην υπόθεση της οικονομικής απάτης ήταν στο παρελθόν ενεργοί στο χώρο της ακροδεξιάς στη Θουριγγία, σύμφωνα με γερμανικά ΜΜΕ.
Οι κατηγορούμενοι για την απάτη φέρονται να δημιουργούσαν εταιρίες-βιτρίνες, να απασχολούν ανθρώπους με τεράστιους μισθούς, να τους ασφαλίζουν έναντι ασθενειών και ατυχημάτων, και κατόπιν να διεκδικούν αποζημιώσεις-συνολικής αξίας 1 εκατ. ευρώ από τις ασφαλιστικές εταιρίες.
Σύμφωνα με εισαγγελικές πηγές οι δύο από τις εταιρίες αυτές δεν λειτούργησαν ποτέ κι άλλη μία ελάχιστη δραστηριότητα είχε. Ορισμένοι από τους εγγεγραμμένους υπαλλήλους τους ήταν ανίκανοι για εργασία όσο βρίσκονταν στα μισθολόγια. Σχεδόν ουδείς από τους εμφανιζόμενους ως υπαλλήλους πληρώθηκε πραγματικά.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης της Θουριγγίας Χόλγκερ Πόπενχεγκερ δήλωσε ότι η αστυνομία ερευνά το εάν και κατά πόσον η απάτη αυτή είχε στόχο την χρηματοδότηση νεοναζιστικών ενεργειών. «Θα φανταζόμουν ότι αυτή η επιχείρηση δεν ήταν ιδέα των υπόπτων μόνο», είπε.
Οι εισαγγελείς δεν έχουν αναφερθεί σε κάποια σύνδεση της υπόθεσης αυτής με εκείνη της νεοναζιστικής ομάδας εκτελεστών NSU, που φέρεται να προέβαινε σε δολοφονίες και ληστείες τραπεζών επί μια δεκαετία. Ωστόσο ένα πρόσωπο σχετίζεται και με τις δύο υποθέσεις.
Οι εισαγγελείς στην πόλη Γκέρα της ανατολικής Γερμανίας επιβεβαίωσαν πως ο ένας από τους υπόπτους είναι ο Τίνο Μπραντ, πρώην στέλεχος σε επίπεδο τοπικής οργάνωσης του ακροδεξιού Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος (NPD), ο οποίος επίσης ήταν πληροφοριοδότης των υπηρεσιών ασφαλείας για τις κινήσεις των ακροδεξιών στη Θουριγγία.
Ο Μπραντ αντιμετωπίζει εξάλλου κατηγορίες περί παράνομης οπλοκατοχής. Μια έφοδος στο σπίτι του στην πόλη Ρούντολσταντ οδήγησε στην κατάσχεση ενός τουφεκιού, τσεκουριών και άλλων όπλων, σύμφωνα με εισαγγελικές πηγές. Ακόμη, κατασχέθηκαν έγγραφα σε σπίτια άλλων υπόπτων.
Οι έρευνες για τις δολοφονίες των οκτώ μεταναστών Τούρκων καταστηματαρχών, ενός Έλληνα και μιας αστυνομικίνας ήγειραν το ερώτημα γιατί ο Μπραντ , πληροφοριοδότης που πληρωνόταν από τις αρχές, δεν προειδοποίησε ποτέ τις αρχές για την δημιουργία της νεοναζιστικής συμμορίας το 1998.
Ο δημόσιος ραδιοφωνικός σταθμός MDR κατονόμασε άλλον έναν από τους 13 ως κάτοικο Λειψίας, πρώην ενεργό μέλος του αντιμεταναστευτικού νεοναζιστικού κινήματος.
Η κυβέρνηση της Άγγελας Μέρκελ εκδήλωσε σοκ για το χωρίς προηγούμενο κύμα φόνων μίσους από τη νεοναζιστική συμμορία από το 2000 ως το 2007. Η συμμορία πιστεύεται ότι αποτέλεσε τον καρπό του δικτύου των νεανικών νεοναζιστικών συμμοριών που δρούσαν στη Θουριγγία στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Η ύπαρξη και η δράση της συμμορίας Nationalsozialistischer Untergrund (NSU) ήλθε στην δημοσιότητα το Νοέμβριο, όταν τα δύο από τα μέλη της, οι Ούβε Μπένχαρτ και Ούβε Μούντλος, σκοτώθηκαν. Πιστεύεται πως συμφώνησαν να αυτοκτονήσουν, ο ένας σκότωσε τον άλλο και κατόπιν αυτοκτόνησε. Το τρίτο μέλος της συμμορίας, η Μπεάτε Τσεπ, 36 ετών, παραδόθηκε στις αρχές μερικές ημέρες αργότερα. Δεν της έχουν ακόμη απαγγελθεί κατηγορίες. Οι γερμανικές αρχές έχουν καταβάλει αποζημιώσεις στις οικογένειες των 10 θυμάτων τους και διοργάνωσαν μια επιμνημόσυνη δέηση για τα θύματα τον περασμένο μήνα.
Το γεγονός ότι οι αρχές χρησιμοποιούσαν νεοναζί ως πληροφοριοδότες έχει προκαλέσει έντονες αντεγκλήσεις στη Γερμανία, όχι μόνο διότι έχουν αποδειχτεί αναξιόπιστες πηγές, αλλά κι επειδή υπάρχουν υποψίες ότι ενεθάρρυναν και βοήθησαν άλλους νεοναζί να παραβιάζουν το νόμο.