Ο Άντερς Μπέρινγκ Μπράιβικ, ο δράστης των επιθέσεων στο Όσλο και το νησί Οτόγια στις 22 Ιουλίου 2011 από τις οποίες έχασαν τη ζωή τους 77 άνθρωποι, δήλωσε ότι εκείνη ήταν «η χειρότερη» ημέρα της ζωής του, ενώ πρόσθεσε ότι φοβάται πως η δίκη του θα μετατραπεί σε «τσίρκο».
«Η επιχείρηση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη σωματικά και συναισθηματικά. Η 22α Ιουλίου ήταν η χειρότερη ημέρα της ζωής μου, αν και προετοιμαζόμουν γι’ αυτήν επί χρόνια», αναφέρεται σε σημερινό άρθρο της νορβηγικής εφημερίδας VG, η οποία επικαλείται μία επιστολή που έστειλε ο Μπράιβικ από τη φυλακή σε μία άγνωστη γυναίκα.
Η αστυνομία έχει ανακοινώσει ότι ο Μπράιβικ έχει παραδεχθεί πως ευθύνεται για τις δύο επιθέσεις στο Όσλο και στην κατασκήνωση της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος στο νησί Οτόγια, όμως ο ίδιος όταν παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου τον Φεβρουάριο δήλωσε ότι δεν είναι ένοχος.
Πρόσθεσε μάλιστα ότι βρισκόταν σε αυτοάμυνα και ότι προχώρησε σε αυτές τις επιθέσεις για να τιμωρήσει τη νορβηγική κυβέρνηση για την πολιτική της υπέρ των μεταναστών.
Στην επιστολή, την οποία έγραψε στον υπολογιστή της φυλακής όπου κρατείται, ο Μπράιβικ αναφέρθηκε με θετικά λόγια στην υπερασπιστική του ομάδα, όμως εξέφρασε τον φόβο ότι «η δίκη θα είναι ένα τσίρκο».
«Δεν μπορώ να πω ότι ανυπομονώ», ανέφερε ο Μπράιβικ σχετικά με τη δίκη του η οποία θα ξεκινήσει στις 16 Απριλίου. Παρόλα αυτά επισημαίνει ότι θα του προσφέρει «μια μοναδική ευκαιρία» να εξηγήσει τις θέσεις του για την Ευρώπη, όπως τις περιγράφει στο μανιφέστο του 1.500 σελίδων που ανέβασε στο Διαδίκτυο πριν τις επιθέσεις.
Στην επιστολή την οποία επικαλείται η VG, ο Μπράιβικ επικρίνει τον τρόπο με τον οποίο τον έχουν παρουσιάσει τα μέσα ενημέρωσης, ενώ καταγγέλει και το αποτέλεσμα της ψυχιατρικής του εξέτασης, σύμφωνα με την οποία δεν είναι νομικά υπεύθυνος για τις πράξεις του.
Στο μεταξύ, οι επιζώντες του μακελειού στο νησί Οτόγια σκοπεύουν να το επισκεφθούν μέσα στην εβδομάδα. Ο επικεφαλής της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος Έσκιλ Πέντερσεν δήλωσε στο πρακτορείο NTB ότι «συνεχίζεται βήμα-βήμα (η διαδικασία) επιστροφής στο Οτόγια».