Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μεταναστών και Ασύλου που αποκαλύπτει η Welt, μέχρι το Νοέμβριο μειώθηκαν οι επαναπροωθήσεις σε σχέση με πέρυσι. Αλλά και ο αριθμός των απελάσεων παρέμεινε στάσιμος. Τι γίνεται με τις επαναπροωθήσεις μεταναστών; Η γερμανική κυβέρνηση δεν φαίνεται να πιάνει για φέτος τους στόχους της παρά τις εξαγγελίες της καγκελαρίου Μέρκελ σύμφωνα με τη Deutsche Welle. Μειωμένος σχεδόν στο μισό εμφανίζεται μέχρι τέλος του Νοεμβρίου και σε σχέση με το ίδιο περσινό διάστημα ο αριθμός προσφύγων που με δική τους θέληση επέστρεψαν στις χώρες τους. Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Προσφύγων BAMF που δημοσιεύει η Welt καταγράφηκαν 27.903 επιστροφές προσφύγων με την οικονομική στήριξη των γερμανικών αρχών από τις συνολικά 50.759 πέρυσι. Αλλά και στις απελάσεις δεν καταγράφηκαν αυξήσεις. Μέχρι τέλος Νοεμβρίου απελάθηκαν συνολικά 22.190 πρόσφυγες, όταν ολόκληρο το 2016 ήταν 25.375. Και όλα αυτά τη στιγμή που το 2016 η καγκελάριος κάλεσε σε «συντονισμένη εθνική προσπάθεια για την επαναπροώθηση εκείνων, των οποίων η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε». Μάλιστα συμφώνησε με τους πρωθυπουργούς των κρατιδίων, στην δικαιοδοσία των οποίων εμπίπτουν οι απελάσεις, ότι μόνο οι δικαιούχοι προστασίας θα επιτρεπόταν να παραμείνουν στη Γερμανία. Το υπουργείο Εσωτερικών δικαιολόγησε το γεγονός ότι ο αριθμός παρέμεινε στάσιμος με το ότι μέσα στο 2016 πολλοί από τους αιτούντες ασύλου εγκατέλειψαν οικειοθελώς τη Γερμανία. Αντίθετα, οι συνθήκες για τις αναγκαστικές επαναπροωθήσεις είναι δυσκολότερες. Σύμφωνα με το BAMF φέτος από πολίτες εκτός Ευρώπης εγκρίθηκαν 2.734 αιτήσεις για οικειοθελή επιστροφή στο Ιράκ, 1076 αιτήσεις για το Αφγανιστάν και 980 για το Ιράν. Στο μεταξύ ο υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ έχει συνδέσει την οικειοθελή επιστροφή με ισχυρά οικονομικά κίνητρα, ενώ τάχθηκε υπέρ της αύξησης των θέσεων σε φυλακές για πρόσφυγες υπό απέλαση καθώς και τη δημιουργία περισσότερων κέντρων επαναπροώθησης για να μπορούν να μείνουν εκεί όσοι έχουν κάνει αίτηση για άσυλο, μέχρις ότου κριθεί η αίτησή τους. Σε σχέση με τα λεγόμενα του υπουργού περί φυλακών για πρόσφυγες υπό απέλαση ο Μπούρχαρντ Λίσκα, εμπειρογνώμων σε θέματα εσωτερικής πολιτικής από το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, τα χαρακτήρισε ως κινήσεις αποπροσανατολισμού. «Η κυβέρνηση θα πρέπει επιτέλους να αναγνωρίσει τις ευθύνες της, να εναρμονίσει την πρακτική των απελάσεων και να την αναλάβει η ίδια». Επέκρινε ότι η διαδικασία για το άσυλο διαρκεί πολύ και ότι μόνο όταν βελτιωθεί η κατάσταση μπορούν να γίνουν σκέψεις για κέντρα επαναπροωθήσεων για πρόσφυγες σε κρατίδια με μικρό ποσοστό αναγνώρισης καθεστώτος ασύλου. Αντίθετα, βουλευτές της Χριστιανικής Ένωσης τάχθηκαν στο πλευρό του ντε Μεζιέρ. Ο Στέφεν Μάιερ από το Χριστιανοκοινωνικό κόμμα υποστήριξε ότι τα στοιχεία για τις απελάσεις είναι «καλύτερα από ό,τι φαίνονται εκ πρώτης όψεως» και ότι έχει αυξηθεί η ετοιμότητα των χωρών του Μαγκρέμπ να δεχθούν πίσω πολίτες τους. Ο χριστιανοδημοκράτης βουλευτής Άρμιν Σούστερ υπογράμμισε από την πλευρά του ότι «η κατάσταση θα ήταν λιγότερο προβληματική εάν σε σύντομο διάστημα απελαύνονταν εκείνοι που δημιουργούν προβλήματα στη χώρα, όπως για παράδειγμα οι εγκληματίες». Θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα είχε αποτρεπτική επίδραση σε εκείνους που επιχειρούν να πάνε στη Γερμανία παρά το ότι έχουν ελάχιστες πιθανότητες παραμονής. Και ενόψει των επόμενων διερευνητικών τον Ιανουάριο ο Μάιερ πρότεινε να συζητηθεί άμεσα το θέμα με τους Σοσιαλδημοκράτες.