«Πολύ επιφυλακτική» για το ενδεχόμενο κυβέρνησης μειοψηφίας δήλωσε η Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, τονίζοντας ότι σε αυτή την περίπτωση οι νέες εκλογές θα ήταν προτιμότερες. Ο δρόμος της κυβέρνησης μειοψηφίας πρέπει να γίνει αντικείμενο πολύ εντατικής σκέψης. Είμαι πολύ επιφυλακτική. Δεν είχα σχεδιάσει κάτι τέτοιο, δήλωσε η Μέρκελ σε συνέντευξή της στο πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, και πρόσθεσε: «Έτσι ο δρόμος για τον σχηματισμό κυβέρνησης είναι πιο δύσκολος από ό,τι θα θέλαμε, αλλά καθιστά εφικτή μια σταθερή φάση κατά την οποία θα μπορούσαμε να θέσουμε νέες κατευθύνσεις—το πώς, θα το αποφασίσει ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος».
Τα πιθανά σενάρια μετά το ναυάγιο της «Τζαμάικα»
Στο μεταξύ, σε δημοσίευμά της, η Deutsche Welle γράφει πως πάντα στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης σε ομοσπονδιακό επίπεδο ολοκληρώνονταν με επιτυχία. Με την αποτυχία των διαβουλεύσεων των Χριστιανοδημοκρατών, βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση. Τα πιθανά σενάρια για να ξεπεραστεί το πολιτικό αδιέξοδο είναι τρία: Κυβέρνηση μειοψηφίας με τα δύο χριστιανικά κόμματα και ίσως τους Πρασίνους, επανάληψη των εκλογών την ερχόμενη άνοιξη ή συνέχιση του συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες. Αν και συμβατή με το Σύνταγμα, το σενάριο μιας κυβέρνησης μειοψηφίας είναι η λιγότερο πιθανή εκδοχή. Όχι μόνο επειδή δεν υπήρξε ανάλογο προηγούμενο στη μεταπολεμική Γερμανία. Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, οι συνθήκες τόσο στην ΕΕ όσο και στον παγκόσμιο πολιτικό στίβο, ιδίως μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ απαιτούν μια ισχυρή κυβέρνηση στο Βερολίνο. Επίσης ελάχιστες πιθανότητες υλοποίησης έχει η εκδοχή της επανάληψης των εκλογών –τουλάχιστον προς το παρόν. Για να προκηρυχθούν εκλογές θα πρέπει πρώτα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να δώσει σε κάποιον υποψήφιο την εντολή για το σχηματισμό κυβέρνησης και αυτός να μη καταφέρει να συγκεντρώσει ακόμη και την απλή πλειοψηφία στη βουλή. Το Σύνταγμα όμως δεν θέτει χρονικά όρια ως προς το μέχρι πότε ο γερμανός Πρόεδρος θα πρέπει να δώσει σε κάποιο άτομο την εντολή. Άλλωστε, η νυν υπηρεσιακή κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών έχει όλες τις αρμοδιότητες και όλα τα δικαιώματα όπως και μια «κανονική» κυβέρνηση και θεωρητικά θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, δηλαδή ως το τέλος της θητείας της σημερινής βουλής. Πάντως ο Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ θα καταβάλει κάθε προσπάθεια στο πλαίσιο των συνταγματικά προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων του προκειμένου να αποτρέψει νέες εκλογές. Αυτό προκύπτει και από τις σημερινές του δηλώσεις μετά τη συνάντηση του με την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ. Ενώ υπενθύμισε στα κόμματα την ευθύνη με την οποία τους έχουν επιφορτίσει οι ψηφοφόροι για το σχηματισμό κυβέρνησης τόνισε πως δεν μπορούν «έτσι απλά» να επιστρέψουν αυτή την ευθύνη στου ψηφοφόρους. Ενώ ζήτησε απ’ όλες τις πλευρές να επιδείξουν προθυμία για διάλογο, κάλεσε όλα τα κόμματα να επανεξετάσουν τη θέση τους σε ό,τι αφορά τον σχηματισμό κυβέρνησης. Η υπόδειξη εκτιμήθηκε στο Βερολίνο σαφώς ως μια παρότρυνση που απευθύνεται στο κόμμα από το οποίο προέρχεται, το SPD. Η μέχρι στιγμής άρνηση του προέδρου του κόμματος Μάρτιν Σουλτς για αυτή τη λύση δεν θα πρέπει να θεωρείται τελεσίδικη. Αρκετά στελέχη στην ηγεσία όπως ο υπ. Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ υποστηρίζουν μια άλλη άποψη. Πάντως, μετά τη συνεδρίαση του προεδρείου του κόμματος το πρωί της Δευτέρας ο Μάρτιν Σουλτς δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι εξακολουθεί να ισχύει η θέση του SPD, ότι δεν πρόκειται να συνεχίσει το μεγάλο συνασπισμό και ότι θα πρέπει να επαναληφθούν οι εκλογές. Παράλληλα όμως παρέπεμψε στις πρωτοβουλίες που θα αναλάβει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τον οποίο θα συναντηθεί την Τετάρτη.