Η κυρία της καλής κοινωνίας της Λουιζιάνα γεννήθηκε μέσα στα πλούτη και τα λούσα, σύντομα πάντως θα γινόταν γνωστή ως «Άγρια της Νέας Ορλεάνης».
Ήταν το 1834 όταν η έπαυλή της στη γαλλική συνοικία της Νέας Ορλεάνης έπιασε φωτιά και έτρεξαν οι γείτονες να βοηθήσουν. Βρήκαν όμως μόνο την αφέντρα του σπιτιού και κανένα δούλο, κάτι που ήταν όσο να πεις παράξενο.
Πλουσιόσπιτο χωρίς σκλάβους ήταν κάτι το αδιανόητο, κι έτσι οι περίεργοι γείτονες άρχισαν να ψάχνουν το σπίτι όταν καταλάγιασαν οι φλόγες. Αυτό που θα έβρισκαν θα άλλαζε μια για πάντα την εικόνα του κόσμου για το ποια ήταν η μαντάμ Μαρί Ντελφίν Λαλορί, αξιοσέβαστο μέλος της τοπικής κοινωνίας μέχρι τότε και σύντομα «τέρας» της πόλης.
Κατόπιν ο θρύλος της θα συσκότιζε βέβαια τα αποτρόπαια πραγματικά γεγονότα, υπάρχουν ωστόσο μερικές αδιάσειστες πληροφορίες που άντεξαν στη δοκιμασία του χρόνου.
Οι γείτονες βρήκαν λοιπόν τους σκλάβους και τους βρήκαν στη σοφίτα. Είχαν ξεκάθαρα βασανιστεί. Εφτά δούλοι βαρύτατα κακοποιημένοι, με τις σάρκες τους να κρέμονται και τα στόματά τους ραμμένα, μόλις που ανέπνεαν.
Οι περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων δεν είναι για τους λιπόψυχους. Μέσα στα ραμμένα στόματα των δούλων βρήκαν περιττώματα και άλλες ακαθαρσίες, ενώ σε μια γυναίκα της είχε σπάσει τα κόκαλα και τα άφησε να κολλήσουν στραβά, για να μοιάζει λέει σαν καβούρι. Μια άλλη ήταν τυλιγμένη με ανθρώπινα έντερα.
Άλλες πάλι μαρτυρίες μιλούσαν για πτώματα ολόγυρα, πτώματα ακρωτηριασμένα με τα εσωτερικά τους όργανα όχι στη θέση που τα ξέρουμε. Για το πόσα ήταν συναίνεση δεν υπάρχει, από μερικές δεκάδες μέχρι και 100 σορούς μας αναφέρουν οι πηγές της εποχής.
Όπως κι αν είχε, η μαντάμ Λαλορί είχε μια θέση εξασφαλισμένη στην ιστορία, τη θέση μιας από τις μοχθηρότερες γυναίκες που πέρασαν ποτέ από τον κόσμο. Η ίδια δεν ήταν ωστόσο πάντα σαδίστρια.
Γεννημένη το 1780 στη Νέα Ορλεάνη, ήταν απόγονος ιρλανδών μεταναστών στην υπό ισπανική κατοχή ακόμα Λουιζιάνα. Είχε παντρευτεί τρεις φορές, είχε πέντε παιδιά και όλα έμοιαζαν σχετικά φυσιολογικά. Ως το 1831 όλα αυτά, όταν αγόρασε αυτό το μέγαρο στη Βασιλική Οδό του γαλλικού καντονιού της πόλης και το γέμισε με σκλάβους, όπως και κάθε άλλο πλούσιο σπιτικό.
Η ίδια σόκαρε, όπως μαθαίνουμε, την τοπική κοινωνία από το πόσο ευγενικά και καλοσυνάτα φερόταν στους δούλους της, λες και ήταν άνθρωποι! Δύο μάλιστα, τους αγαπημένους της, τους είχε απελευθερώσει (το 1819 και το 1832). Οι κακές γλώσσες έλεγαν πάντως πως όλη η καλοσύνη κάτι έκρυβε, κάτι σκοτεινό και κακό.
Η Λουιζιάνα ήταν μάλιστα από τις ελάχιστες πολιτείες του Νότου που είχε νόμους που προστάτευαν υποτίθεται τους δούλους από «ασυνήθιστα σκληρές τιμωρίες», αν και δεν εφαρμόστηκαν στην περίπτωσή της. Ο κόσμος ήξερε πως κρατούσε την ηλικιωμένη σκλάβα μαγείρισσά της δεμένη στη στόφα και έλεγαν πολλά, κάποια από τα οποία ήταν αληθή.
Όπως το γεγονός ότι δύο δούλοι της, ένας νεαρός άντρας και μια 12χρονη παιδούλα πήδηξαν από το παράθυρο για να γλιτώσουν από τη φρίκη. Ακόμα και οι δημοτικές αρχές την ανάγκασαν κάποια στιγμή να πουλήσει 9 σκλάβους της, που ήταν βαρύτατα κακοποιημένοι. Και κοίταξαν από την άλλη μετά όταν τους αντικατέστησε την άλλη μέρα με καινούριους από το σκλαβοπάζαρο.
Όταν απελευθέρωσαν τους δούλους από το φλεγόμενο σπίτι, ένας όχλος 4.000 ανθρώπων έκανε την έπαυλη γυαλιά-καρφιά. Ήθελαν να λιντζάρουν και τη μαντάμ Λαλορί, η οποία ωστόσο εξαφανίστηκε. Ποτέ δεν έγινε γνωστό τι απέγινε εκείνη και ο οδηγός της, αν και κάποιοι έκαναν λόγο πως είχε καταφύγει στο Παρίσι.
Μια ταφόπλακα εμφανίστηκε μαγικά στη δεκαετία του 1930 σε κοιμητήριο της Νέας Ορλεάνης που έγραφε στα γαλλικά ότι η μαντάμ είχε πεθάνει στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1842. Για να θυμίζει ίσως σε όλους την κτηνωδία που έλαβε χώρα στο περιθώριο της άλλης κτηνωδίας…