Πικρή -ή «γλυκόπικρη» όπως τη χαρακτηρίζει η ίδια- είναι η ζωή της ηθοποιού Ανίτα Εκμπεργκ, που έγινε γνωστή παίζοντας στη θρυλική κινηματογραφική ταινία του Φεντερίκο Φελίνι «Γλυκιά Ζωή» («La Dolce Vita»). Ογδόντα ετών σήμερα, το πάλαι ποτέ φλογερό σουηδικό «παγόβουνο» ζει καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι σε γηροκομείο της Ρώμης κι αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Όπως αναφέρει σε δημοσίευμα του το «Έθνος«, η Σουηδή ηθοποιός, η οποία διαμένει στην ιταλική πρωτεύουσα πολλά χρόνια, παίρνει μία σύνταξη 400 ευρώ που της παρέχεται από το ιταλικό ταμείο καλλιτεχνών. Έπειτα όμως από τις μεγάλες καταστροφές που προκλήθηκαν στη βίλα της μετά από εμπρησμό και λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει από το 2009, δεν είναι σε θέση να αντεπεξέλθει στα καθημερινά έξοδα και δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί. Για αυτόν τον λόγο, ο δικηγόρος Μάσιμο Μορέλ, τον οποίο το δικαστήριο διόρισε διαχειριστή υποστήριξης της Εκμπεργκ, έστειλε μία επιστολή στο ίδρυμα Φεντερίκο Φελίνι, που εδρεύει στο Ρίμινι της βόρειας Ιταλίας, ζητώντας βοήθεια.
Στην επιστολή του, υπενθυμίζει ότι η Σουηδή ηθοποιός δεν μπορεί να περπατήσει εξαιτίας του κατάγματος, ότι έπεσε θύμα κλοπής των κοσμημάτων και των επίπλων της, ενώ το σπίτι της έχει καταστραφεί από πυρκαγιά και δεν έχει πόρους να το επισκευάσει.
«Ζητάω από το ίδρυμα και από οποιονδήποτε άλλον θέλει να κάνει μια αγαθοεργία, να αποφασίσει να στηρίξει, όχι απαραίτητα με μεγάλα ποσά, μια καλή ηθοποιό που αξίζει μια ευγενική πράξη», αναφέρει χαρακτηριστικά στην επιστολή του ο Μορέλ.
Στην Ιταλία της κρίσης, ωστόσο, το Ιδρυμα Φελίνι αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και για τον λόγο αυτόν ζήτησε από τον Δήμο του Ρίμινι και τους πολίτες του να συμβάλουν για να μπορέσει να βοηθηθεί η ηθοποιός.
Πριν από μερικές δεκαετίες κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια κατάληξη για την άλλοτε απαστράπτουσα ηθοποιό. Η Εκμπεργκ γεννήθηκε στο Μάλμε της Σουηδίας το 1931, σε μία οικογένεια 8 παιδιών. Μετά από την ενθάρρυνση της μητέρας της, συμμετείχε το 1950 στα τοπικά καλλιστεία, στη συνέχεια διαγωνίστηκε στα εθνικά όπου και ανακηρύχθηκε Μις Σουηδία.
Λίγο αργότερα πήγε στις ΗΠΑ για τον διαγωνισμό Μις Κόσμος. Αν και δεν κέρδισε τον τίτλο, ήταν μεταξύ των 6 φιναλίστ και, για τον λόγο αυτόν, υπέγραψε συμβόλαιο στάρλετ με τα στούντιο Universal. Τότε γνώρισε τον παραγωγό Χάουαρντ Χιουζ, ο οποίος μαγεύτηκε απ’ αυτήν. Της ζήτησε να αλλάξει τη μύτη της, τα δόντια της και το όνομά της προκειμένου να κάνει καριέρα. Συμφώνησε στα δύο πρώτα, αρνήθηκε όμως να αλλάξει το όνομά της, λέγοντας του πως αν «γίνει διάσημη, οι άνθρωποι θα μπορούν να προφέρουν το επίθετό της».
Αργότερα, σε συνέντευξή της παραδέχτηκε πως την είχε ξελογιάσει η λαμπερή ζωή των στούντιο και δεν εκμεταλλεύθηκε όσο έπρεπε την ευκαιρία που της έτυχε για να κυνηγήσει τους μεγάλους ρόλους. Έπαιξε πάντως δίπλα σε διάσημους ηθοποιούς, όπως ο Ντιν Μάρτιν, ο Τζέρι Λιούις και η Οντρεϊ Χέπμπορν στο «Πόλεμος και Ειρήνη», ωστόσο, ο σπουδαιότερος ρόλος της καριέρας της υπήρξε αυτός της Σίλβια στην «Dolce Vita» του Φελίνι, το 1960, στο πλευρό του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.
Η σκηνή των δυο τους στη Φοντάνα ντι Τρέβι θεωρείται από τις κλασικότερες στην ιστορία του κινηματογράφου: «Γυρίσαμε τη σκηνή τον Ιανουάριο. Έκανε πολύ κρύο κι έτρεμα σαν τον φύλλο. Έπινα κονιάκ για να μπορέσω να συνεχίσω. Ο Μαστρογιάνι έπεσε τρεις φορές μέσα στο νερό, στέγνωνε και αρχίζαμε πάλι από την αρχή. Ήταν ένας αληθινός εφιάλτης», περιέγραψε σε συνέντευξή της.
Συμμετείχε επίσης και στη σπονδυλωτή ταινία «Βοκκάκιος ’70» στην οποία δούλεψαν διάφοροι σκηνοθέτες, μεταξύ των οποίων ο Βισκόντι και ο Φελίνι. Για τον τελευταίο η Εκμπεργκ έτρεφε μεγάλο θαυμασμό, λέγοντας πως ο «Φεντερίκο ήξερε να διαβάζει τις καρδιές των ηθοποιών και να τους διευθύνει λες και επρόκειτο για πεταλούδες».