Η σταδιακή καταβύθιση του Μπετόβεν στη σιωπηλή επικράτεια της κώφωσης επηρέασε σημαντικά τις μουσικές συνθέσεις του, καθώς ο μεγάλος μουσουργός σιγά-σιγά, όσο η κατάστασή του επιδεινωνόταν, χρησιμοποιούσε όλο και συχνότερα χαμηλής συχνότητας νότες, σύμφωνα με νέα ολλανδική επιστημονική έρευνα, αλλά όταν πια έχασε την ακοή του τελείως, τότε επέστρεψε ξανά στις υψηλές νότες.
Οι ερευνητές του Κέντρου Μεταβολισμικής του Λάϊντεν, ανέλυσαν εξονυχιστικά τα κουαρτέτα εγχόρδων του Μπετόβεν, τα οποία κατέταξαν σε τέσσερις ομάδες, από τα πιο πρώιμα (1798-1800) έως τα τελευταία του (1824-1826).
Ο Μπετόβεν ανέφερε για πρώτη φορά ότι είχε πρόβλημα ακοής το 1801, σε ηλικία 30 ετών, πράγμα που τον δυσκόλευε να ακούσει τις υψηλής συχνότητας νότες τόσο των μουσικών οργάνων, όσο και των φωνών. Το 1812 οι άλλοι γύρω του έπρεπε να φωνάζουν για να τους ακούσει και το 1818 άρχισε πλέον να επικοινωνεί με γραπτά σημειώματα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του (πέθανε το 1827), η κώφωσή του ήταν πλήρης.
Οι ερευνητές μελέτησαν τον αριθμό που στα κουαρτέτα του εμφανίζονται νότες με συχνότητα άνω των 1.568 Hertz και διαπίστωσαν ότι αυτές οι υψηλές νότες συνεχώς μειώνονταν όσο χειροτέρευε η απώλεια της ακοής του. Στη θέση τους, ο Μπετόβεν χρησιμοποιούσε σταδιακά όλο και περισσότερες νότες με μεσαίες και χαμηλές συχνότητες, τις οποίες ήταν σε θέση να ακούει καλύτερα, όταν παιζόταν η μουσική του.
Όμως στα τελευταία πια κουαρτέτα του, όταν ήταν τελείως κουφός, οι υψηλές νότες επέστρεψαν. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, από τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να ακούσει τίποτε, στράφηκε αποκλειστικά στο «εσωτερικό αυτί» του και δεν αισθανόταν πια την ανάγκη να συνθέτει μουσική, την οποία θα μπορούσε, στη συνέχεια, να ακούσει να εκτελείται. Έτσι, απελευθέρωσε τον εσωτερικό μουσικό κόσμο του και επέστρεψε στις αρχικές μουσικές εμπειρίες του.