Ποινή φυλάκισης ενός έως και δέκα ετών θα πρέπει να εκτίσει στην περίπτωση καταδίκης του, ένας 72χρονος συνταξιούχος γιατρός στο ομόσπονδο κρατίδιο της Άνω Αυστρίας, ο οποίος δικάζεται από σήμερα στο περιφερειακό δικαστήριο με την κατηγορία της ναζιστικής δραστηριοποίησης.
Σύμφωνα με την εισαγγελία της περιοχής, ο 72χρονος κατηγορείται για αμφισβήτηση της ύπαρξης θαλάμων αερίων στο πρώην γερμανοναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Μάουτχαουζεν, έξω από το ομώνυμο χωριό στην Άνω Αυστρία.
Ο συνταξιούχος γιατρός, οποίος πριν από δύο χρόνια είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση ενός έτους με αναστολή, για παρόμοιο αδίκημα, είχε καταθέσει ιδιοχείρως τον περασμένο Ιανουάριο στο δημαρχείο του Μάουτχαουζεν, επιστολή στην οποία, επισυνάπτοντας το πρόγραμμα του ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ, του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Κόμματος Εργατών, πρόβαλε το ερώτημα ποιο είναι το φρικτό και το εγκληματικό σ’ αυτό το πρόγραμμα.
Ο ίδιος κατηγορείται επιπλέον, ότι κατά την παράδοση της επιστολής στις δημοτικές αρχές του Μάουτχαουζεν είχε δηλώσει πως επικροτεί τα μέτρα του γερμανοναζιστικού καθεστώτος.
Ο κατηγορούμενος δικάζεται για ναζιστική επαναδραστηριοποίηση, για παραβίαση δηλαδή του αποκαλούμενου «Νόμου Απαγόρευσης», που είχε ψηφίσει αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 8 Μαΐου του 1945, η πρώτη αυστριακή κυβέρνηση και με τον οποίο απαγορευόταν το ναζιστικό κόμμα και ρυθμιζόταν νομικά η αποναζιστικοποίηση της Αυστρίας.
Ο νόμος, που είναι ενσωματωμένος στο αυστριακό Σύνταγμα και είχε τροποποιηθεί το 1947 και τελευταία το 1992, προβλέπει, σύμφωνα με τον ανταποκριτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, την επιβολή αυστηρών ποινών για οποιαδήποτε δράση σχετιζόμενη με τον εθνικοσοσιαλισμό (σ.σ. από … «απλή» συνθηματολογία, σύμβολα και εμβλήματα) και εφαρμόζεται αμείλικτα σχεδόν πάντα από τα αυστριακά δικαστήρια σε τέτοιες περιπτώσεις.
Με βάση αυτό το νόμο είχαν διαλυθεί επίσημα και είχαν απαγορευτεί μετά τον πόλεμο όλες οι ναζιστικές ή «συγγενείς» οργανώσεις και είχαν κατασχεθεί υπέρ του αυστριακού κράτους οι περιουσίες τους, ενώ απαγορεύεται από τότε μια επανίδρυση ή δραστηριοποίηση για εθνικοσοσιαλιστικούς σκοπούς.
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μάουτχαουζεν, έξω από το ομώνυμο χωριό, 170 χιλιόμετρα δυτικά της Βιέννης, ιδρύθηκε από τους Γερμανούς ναζιστές τον Αύγουστο του 1938 αρχικά για να μεταφερθούν εκεί κρατούμενοι από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου και μετά από το Άουσβιτς.
Μέχρι την απελευθέρωσή του από συμμαχικά στρατεύματα στις 5 Μαΐου 1945, πάνω από 206.000 κρατούμενοι από όλη την Ευρώπη, γνώρισαν στο Μάουτχαουζεν ό,τι πιο απάνθρωπο μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Για τους 122.797 από αυτούς – ανάμεσά τους και 3.700 Έλληνες – η απελευθέρωση ήλθε πολύ αργά, είχαν ήδη αφήσει στα κρεματόρια του Μάουτχαουζεν την τελευταία τους πνοή.
Μετά τον πόλεμο οι εγκαταστάσεις του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης μετατράπηκαν σε μουσείο και τόπο προσκυνήματος με μνημεία των χωρών που είχαν εκεί τα θύματά τους και κάθε χρόνο, στην επέτειο απελευθέρωσης, συρρέουν στο Μάουτχαουζεν πολλές χιλιάδες προσκυνητές από τα πέρατα της Ευρώπης, αλλά και οι ελάχιστοι πλέον επιζώντες του.