Με αυξημένη πλειοψηφία και συγκεκριμένα 398 υπέρ, 134 κατά, 41 αποχές, εγκρίθηκε σήμερα από την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, το Ψήφισμα για την Εφαρμογή της Συμφωνίας Μετεγκατάστασης Προσφύγων από την Ελλάδα και την Ιταλία αναφέρει σε σχετική ανακοίνωση το γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με δύο αποφάσεις έκτακτης ανάγκης που είχαν εγκριθεί τον Σεπτέμβριο του 2015, 160.000 αιτούντες άσυλο θα πρέπει να έχουν μεταφερθεί έως τον Σεπτέμβριο του 2017 από την Ιταλία και την Ελλάδα σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Ωστόσο, παρά τη δέσμευση των κρατών μελών της ΕΕ να μεταφέρουν τους αιτούντες άσυλο από τις χώρες πρώτης γραμμής υποδοχής, Ελλάδα και Ιταλία, έως τον Σεπτέμβριο του 2017, μέχρι στιγμής μόνο 18.000 πρόσφυγες έχουν μετεγκατασταθεί, δηλαδή περίπου το 11% σε σχέση με τον στόχο των 160.000.
Οι μόνες χώρες που έχουν ανταποκριθεί και αναμένεται να φέρουν εις πέρας τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην Ιταλία και την Ελλάδα, είναι η Μάλτα και η Φινλανδία. Ορισμένα άλλα κράτη μέλη, όπως η Βουλγαρία, η Κροατία και η Σλοβακία, έχουν πραγματοποιήσει πολύ περιορισμένο αριθμό μετεγκαταστάσεων, η Αυστρία έχει σταματήσει τις μετεγκαταστάσεις και ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει σύντομα, ενώ υπάρχουν και χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, οι οποίες εξακολουθούν να αρνούνται να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα το οποίο έχουν υπογράψει.
Το νέο σχετικό ψήφισμα που υιοθετήθηκε από το Ευρωκοινοβούλιο σήμερα, κάνει ακόμη μια φορά έκκληση προς τα κράτη μέλη «να μην καταφεύγουν σε αυθαίρετες αποφάσεις» και «να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου», μεταφέροντας συστηματικά τους αιτούντες άσυλο από την Ελλάδα και την Ιταλία, «συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έφτασαν μετά τις 20 Μαρτίου 2016», εντός της προθεσμίας και μέχρι να εκπληρωθεί ο στόχος των 160.000 μετεγκαταστάσεων.
Το ψήφισμα, επισημαίνει επίσης ότι «οι νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών δεν σταματούν μετά τις 26 Σεπτεμβρίου 2017» και τα καλεί «είτε να αποδεχθούν το αίτημα μετεγκατάστασης είτε να αιτιολογήσουν τις απορρίψεις βασισμένα αποκλειστικά και μόνο στους συγκεκριμένους λόγους που καθορίζονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου σχετικά με τις μετεγκαταστάσεις».