Η Γερμανία κι η πολυάριθμη τουρκική κοινότητα που ζει στη χώρα βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για το δημοψήφισμα.
Οι πύρινοι λόγοι του κατά της Γερμανίας και του τρόπου με τον οποίο πολιτεύεται κατά της χώρας του κι οι απαγορεύσεις που εξέδωσαν γερμανικά κρατίδια κατά των προεκλογικών συγκεντρώσεων, αναζωπύρωσαν τον διάλογο περί διαφορετικότητας και της κοινοτικής ταυτότητας μεταξύ των τούρκων μεταναστών, αφύπνισαν την εθνική τους συνείδηση, με αποτέλεσμα να δώσουν στον Ερντογάν το μεγαλύτερο ποσοστό, με 63%, των ψήφων των αποδήμων Τούρκων.
Το αποτέλεσμα στη Γερμανία (σε συνδυασμό με αυτό της Ολλανδίας), τη στιγμή που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες πρώτευσε το “όχι” με μεγάλα ποσοστά, δημιούργησε μία πρόσθετη ανησυχία για τις τάσεις που αναδύονται στο εσωτερικό της πολυάριθμης τούτης κοινότητας.
Ο πολιτολόγος και διευθυντής του Ινστιτούτου Διαπολιτισμικών και ΔιεθνώνΕρευνών του πανεπιστημίου της Βρέμης Ρόι Καραντάγ, σε συνέντευξή του στην γαλλικη εφημερίδα Liberation, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η τουρκική κοινότητα στη Γερμανία στήριξε τόσο πολύ το ‘ναι’ στις υπερεξουσίες του Ερντογάν και συνιστά να μην υπάρξει οξεία αντίδραση ενάντια στους μετανάστες για την επιλογή τους, αλλά να τους δοθούν χρόνος και επιχειρήματα για να κατανοήσουν πως η επιλογή τους δεν είναι προς όφελος της δημοκρατίας.
Στo αίτημα της Liberation να αποτολμήσει ένα συμπέρασμα γιατί ψήφισε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Καραντάγ απάντησε: “Οι Τούρκοι εργάτες που έφθασαν στην Γερμανία πριν από το 1980 δεν είναι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένοι. Αυτοί επιθυμούν να βλέπουν μία δυνατή εικόνα της Τουρκίας και σύμφωνα με τη γνώμη τους η μορφή του Ερντογάν ενσαρκώνει απόλυτα τούτην την εικόνα, όπως αναφέρει με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Αντίθετα σκέφτονται όσοι εγκατέλειψαν την Τουρκία μετά το 1980 και για λόγους πολιτικούς—μέλη της Αριστεράς, Κούρδοι και Αλεβίτες—αυτοί στην πλειοψηφία τους ψήφισαν όχι. Στην Ελβετία, η τουρκική μετανάστευση έφθασε μόλις μετά το 1980 κι αυτό αντανακλάται και στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος: μόλις το 38% ψήφισε ναι. Για να επιστρέψουμε στο αποτέλεσμα στη Γερμανία, οι περισσότεροι δεν ανέλυσαν το βαθύ περιεχόμενο του δημοψηφίσματος, αλλά ψήφισαν ναι για να ενισχύσουν την μορφή του Ερντογάν, που γι’ αυτούς ενσαρκώνει την εθνική ενότητα.
Και καθώς δεν υπάρχει πλέον ελευθεροτυπία στην Τουρκία,(και δεδομένου ότι πολλοί Τούρκοι στη Γερμανία ενημερώνονται απευθείας από τα τουρκικά δορυφορικά προγράμματα), τα μέσα ενημέρωσης προβάλλουν μία άκρως θετική εικόνα του. Οι υποστηρικτές του Ερντογάν αισθάνονται νικητές. Κι είναι τούτη η ιδέα που ενισχύει περισσότερο το αίσθημα της συλλογικής ταυτότητάς τους, παρά ένας διάλογος για την δημοκρατία και την ελευθερία στη χώρα τους».
Στο ερώτημα της εφημερίδας εάν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για έναν διχασμό στους κόλπους της τουρκικής κοινότητας στη Γερμανία ο ίδιος αναλυτής υποσημείωσε: «Ναι, απολύτως. Τα πολιτικά ζητήματα διχάζουν βαθιά την τουρκική κοινότητα στη Γερμανία. Από την ημέρα του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου δεν υφίσταται πλέον πολιτικός διάλογος μεταξύ των Τούρκων στη Γερμανία. Πάρα πολλοί πλέον προσέχουν ιδιαίτερα το πώς εκφράζονται δημόσια και προτάσσουν ιδιαίτερα τον θαυμασμό τους για το πρόσωπο του Ερντογάν.
Κάποιοι από αυτούς δεν τόλμησαν ούτε να πάνε να ψηφίσουν, φοβούμενοι μήπως στο προξενείο τους κρατήσουν τα διαβατήρια. Το μόνο κοινό σημείο που ενώνει τους Τούρκους στη Γερμανία είναι η εμπειρία που όλοι έχουν υποστεί ως απόκληροι: για πολλούς εξ αυτών η ψήφος στο «ναι» αποτελεί μία ψήφο κατά της άποψης που η πλειονότητα της γερμανικής κοινής γνώμης έχει γι’ αυτούς.
Το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ του Ερντογάν κι η φίλα προσκείμενή του Ένωση των Δημοκρατικών Ευρωπαίων Τούρκων έχουν αντιστρέψει κάθε επιχείρημα κατά του δημοψηφίσματος ως ισοδύναμο της επίκρισης κατά των Τούρκων. Οι αντιπρόσωποί τους είχαν παραστήσει τους Γερμανούς ως τους εχθρούς που θέτουν εν αμφιβόλω την τουρκική ταυτότητα. Η τακτική τούτη σαφώς κι έφερε καρπούς. Οι Τούρκοι της Γερμανίας βρέθηκαν ενώπιον ενός διλήμματος: εάν ψηφίσουν όχι είναι προδότες της πατρίδας, εάν ψηφίσουν ναι τότε προδίδουν την ελευθερία.
Ερωτηθείς εάν το αποτέλεσμα αποτελεί δείγμα της αποτυχίας της πολιτικής για την ενσωμάτωση των μεταναστών, ο Καραντάγ απάντησε:«Στις ημέρες μας έχει αναζωπυρωθεί ένας εκτεταμένος διάλογος περί των μεταναστών στη Γερμανία. Σαφώς και θα παραδεχθούμε πως όσοι αισθάνονται καλλίτερα ενσωματωμένοι στην γερμανική κοινωνία ψήφισαν ‘όχι’ στο δημοψήφισμα. Αλλά δεν θα ήταν φρόνιμο να κάνουμε ένα μάθημα δημοκρατίας σε όσους στήριξαν τον Ερντογάν.
Γιατί αυτοί θεωρούν πως με την ψήφο τους ενίσχυσαν την δημοκρατία στην Τουρκία, διότι κατ’ αυτούς χρειάζεται ένας ισχυρός πρόεδρος που θα μπορέσει να προωθήσει τη δημοκρατία. Το καλλίτερο θα ήταν να τους αποδεικνύαμε την αβασιμότητα του επιχειρήματος αυτού. Στην Γερμανία, οι Τούρκοι έχουν αρχίσει να επανακαθορίζουν τη σημασία του να έχεις τη συγκεκριμένη ταυτότητα, υπό τα όμματα πάντοτε της γερμανικής κοινής γνώμης.
Κληθείς να εξηγήσει τα υψηλά ποσοστά του ‘ναι’ στη Γερμανία, σε αντίθεση με τα φανερά υψηλά αποτελέσματα του ‘όχι’ στις ΗΠΑ και τα Εμιράτα (περίπου 80%), ο Καραντάγ τόνισε: «Στις ΗΠΑ υπάρχουν πολλά παρακλάδια της οργάνωσης της αδελφότητας του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν (που ο Ερντογάν κατηγορεί ως ιθύνοντα νου του πραξικοπήματος του Ιουλίου). Πιστεύω λοιπόν πως πολλοί από τους υποστηρικτές του Γκιουλέν ψήφισαν όχι. Επιπλέον, η περίπτωση των ΗΠΑ αφορά μια άλλου είδους μετανάστευση. Ενώ στην Ευρώπη η τουρκική μετανάστευση ήταν κατά κόρον οικονομική, η μετανάστευση προς τις ΗΠΑ είχε κίνητρα είτε πολιτικά, είτε πολιτιστικά».