Σε ένα «ασφαλές» δωμάτιο στην έπαυλή του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντας, οι κορυφαίοι στρατιωτικοί σύμβουλοί του τού παρουσίασαν τρεις επιλογές προκειμένου να «απαντήσει» στην επίθεση με χημικά όπλα που φέρεται ότι εξαπέλυσε το καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ στην πόλη Χαν Σεϊχούν.
Ήταν απόγευμα της Πέμπτης, 6 Απριλίου. Λίγες ώρες αργότερα 59 αμερικανικοί πύραυλοι έπληξαν τη στρατιωτική βάση Αλ Σαϊράτ, κοντά στη Χομς της Συρίας.
Ο Τραμπ βρισκόταν στην έπαυλή του στη Φλόριντα για την πρώτη σύνοδο κορυφής με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Η σύνοδος αυτή όμως έπρεπε να περιμένει την απόρρητη ενημέρωση του Αμερικανού προέδρου από τον υπουργό Άμυνας Τζιμ Μάτις και τον σύμβουλο σε θέματα Εθνικής Ασφάλειας Χ.Ρ. Μακμάστερ.
Ο Μάτις και ο Μακμάστερ παρουσίασαν στον Τραμπ τρεις επιλογές οι οποίες πολύ γρήγορα περιορίστηκαν σε δύο: είτε να βομβαρδιστούν πολλές αεροπορικές βάσεις είτε να βομβαρδιστεί μόνο η Αλ Σαϊράτ απ’ όπου είχαν απογειωθεί τα συριακά μαχητικά.
Περισσότεροι από 70 άνθρωποι σκοτώθηκαν στην επίθεση με χημικά στο Χαν Σεϊχούν. Η Ρωσία, οι στρατιωτικές δυνάμεις της οποίας βοηθούν την κυβέρνηση του Άσαντ, υποστηρίζει ότι οι θάνατοι προκλήθηκαν από διαρροή αερίων από έναν χώρο όπου οι αντάρτες είχαν αποθηκεύσει χημικά όπλα. Οι αντάρτες διαψεύδουν την κατηγορία και οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών υποστηρίζουν ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι ψευδής.
Αφού άκουσε το επιχείρημα ότι είναι προτιμότερο να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα να υπάρξουν απώλειες μεταξύ των Ρώσων και των Αράβων, ο Τραμπ διέταξε την πυραυλική επίθεση στη βάση Αλ Σαϊράτ. Άλλωστε, σύμφωνα με τον αξιωματούχο τον οποίο επικαλείται το πρακτορείο Reuters, όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, τα καταλύματα των Ρώσων συμβούλων, των Σύρων στρατιωτικών και του πολιτικού προσωπικού βρίσκονταν στην περιφέρεια της βάσης, κάτι που σήμαινε ότι οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να την καταστρέψουν χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο εκατοντάδες ζωές, ιδίως αν η επίθεση διεξαγόταν σε ώρα που δεν λειτουργούσε.
Άλλος αξιωματούχος που είναι ενήμερος για τις συζητήσεις είπε ότι η αμερικανική κυβέρνηση έχει και εφεδρικό σχέδιο για να εξαπολύσει και άλλα πλήγματα ακόμη και απόψε τη νύχτα, ανάλογα με το πώς θα αντιδράσει ο Άσαντ στην πρώτη επιχείρηση. «Εξαρτάται από τον πρόεδρο Άσαντ αν αυτό έχει τελειώσει. Έχουμε και άλλες επιλογές έτοιμες για να εφαρμοστούν», σχολίασε.
Στην πρώτη σημαντική κρίση που αντιμετώπισε, ο Τραμπ βασίστηκε κυρίως στις συμβουλές βετεράνων στρατιωτικών — ο Μάτις είναι πρώην στρατηγός των πεζοναυτών και ο Μακμάστερ αντιστράτηγος — και όχι πολιτικών, όπως έκανε κατά τις πρώτες εβδομάδες της προεδρίας του. Αφού έγινε γνωστή η είδηση της επίθεσης με χημικά, την Τρίτη, ζήτησε αμέσως να του δοθεί μια λίστα με τις πιθανές επιλογές του, σύμφωνα με δύο υψηλόβαθμους αξιωματούχους που συμμετείχαν σε αυτές τις συναντήσεις.
Υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης είπαν ότι συναντήθηκαν με τον Τραμπ το βράδυ της Τρίτης και τους εξήγησαν ότι στις επιλογές του ήταν η επιβολή κυρώσεων, οι διπλωματικές πιέσεις και διάφορα στρατιωτικά πλήγματα στη Συρία –όλα είχαν σχεδιαστεί πολύ πριν αναλάβει τα προεδρικά καθήκοντά του. Η πιο «επιθετική» επιλογή, όπως είπε ένας αξιωματούχος, ήταν να πληγεί το προεδρικό μέγαρο του Άσαντ, ένα κτίριο που βρίσκεται πάνω σε έναν λόφο, στα δυτικά του κέντρου της Δαμασκού.
«Ρωτούσε πολλά και είπε ότι ήθελε να το σκεφθεί, αλλά και ότι ήθελε επίσης να επισημάνει κάποια πράγματα», είπε ένας αξιωματούχος.
Το πρωί της Τετάρτης, στελέχη των υπηρεσιών πληροφοριών και στρατιωτικοί σύμβουλοι του προέδρου είπαν ότι είχαν βεβαιωθεί για το ποια αεροπορική βάση είχε χρησιμοποιηθεί για την επίθεση στο Χαν Σεϊχούν και ότι είχαν εντοπίσει το αεροσκάφος, ένα Σουχόι-22, που την πραγματοποίησε.
Ο Τραμπ τους απάντησε να επικεντρωθούν στον στρατιωτικό σχεδιασμό. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας εμφανίστηκε στον Κήπο των Ρόδων, στον Λευκό Οίκο και ανακοίνωσε ότι αυτή η «απερίγραπτη» επίθεση εναντίον «ακόμη και πανέμορφων μωρών» άλλαξε τη στάση του απέναντι στον Άσαντ. Όταν ρωτήθηκε αν σχεδιάζει μια νέα πολιτική απέναντι στη Συρία, απάντησε: «Θα δείτε».
Γύρω στις 16.00 το απόγευμα της Πέμπτης (ώρα Ουάσινγκτον), ο Αμερικανός πρόεδρος ενέκρινε την πυραυλική επίθεση. Δύο αμερικανικά πολεμικά πλοία, τα USS Ross και USS Porter εκτόξευσαν 59 πυραύλους πλεύσης από την ανατολική Μεσόγειο που έπεσαν στη βάση γύρω στις 20.40 (03.40 ώρα Ελλάδας), την ώρα που ο Τραμπ με τον Σι ολοκλήρωναν το δείπνο τους.