Οι οικονομικές εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές της Ευρώπης και της Αυστραλίας συνέλαβαν τουλάχιστον δύο πρόσωπα και κατάσχεσαν πίνακες, κοσμήματα και ράβδους χρυσού στο πλαίσιο μιας συντονισμένης, διεθνούς έρευνας εντοπισμού φοροφυγάδων στην οποία φέρεται ότι εμπλέκεται η ελβετική τράπεζα Credit Suisse.
Η Eurojust, η Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας, ανακοίνωσε ότι βοήθησε στον συντονισμό αυτής της έρευνας που επεκτάθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στην Αυστραλία. Η έρευνα αυτή ξεκίνησε το 2016 και η Eurojust οργάνωσε τρεις συναντήσεις με τις ολλανδικές, τις βρετανικές, τις γαλλικές, τις γερμανικές και τις αυστραλιανές αρχές.
Από τις ανεξάρτητες έρευνες «συγκεντρώθηκαν στοιχεία και αναλύθηκε τεράστιος όγκος δεδομένων» ανέφερε η υπηρεσία. «Τα αδήλωτα περιουσιακά στοιχεία που ήταν κρυμμένα σε εξωχώριους λογαριασμούς εκτιμώνται σε πολλά εκατομμύρια ευρώ», ανέφερε.
Όπως μετέδωσε το Reuters, oι έρευνες πραγματοποιήθηκαν από την οικονομική αστυνομία των διαφόρων χωρών, με στόχο κυρίως πελάτες της Credit Suisse και τα γραφεία της τράπεζας στο Παρίσι, το Λονδίνο και το Άμστερνταμ.
Οι ολλανδικές εισαγγελικές αρχές ανακοίνωσαν νωρίτερα ότι ξεκίνησαν έρευνα αφού έλαβαν μια πληροφορία που έκανε λόγο για περίπου 55.000 ύποπτους λογαριασμούς στην Ελβετία. Οι κάτοχοι των λογαριασμών αυτών θεωρούνται ύποπτοι για φοροδιαφυγή, ξέπλυμα βρόμικου χρήματος και απόκρυψη εκατομμυρίων ευρώ από τις αρχές, αφού τοποθέτησαν τα χρήματα σε ελβετική τράπεζα, την οποία δεν κατονόμασαν οι αρχές.
Σύμφωνα με πληροφορίες του AFP, στην Ολλανδία συνελήφθησαν δύο ύποπτοι ενώ κατασχέθηκαν ράβδοι χρυσού, πίνακες ζωγραφικής και μετρητά.
Σύμφωνα με ελβετικά μέσα ενημέρωσης, η ολλανδική κυβέρνηση ενημέρωσε τις ενδιαφερόμενες χώρες για αυτούς τους ύποπτους λογιαριασμούς, από τους οποίους μόνο οι 3.800 συνδέονταν με Ολλανδούς πολίτες.
Η Credit Suisse, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας, σε λακωνική ανακοίνωσή της ανέφερε ότι οι αρχές της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας «επικοινώνησαν» με τα γραφεία της στο Λονδίνο, το Παρίσι και το Άμστερνταμ αντίστοιχα για μια υπόθεση που αφορούσε «φορολογικές υποθέσεις πελατών». Πρόσθεσε ότι πραγματοποίηθηκαν «επισκέψεις» στα γραφεία της και ότι συνεργάζεται με τις τοπικές αρχές.
Η ελβετική τράπεζα διευκρίνισε επίσης ότι από το 2013 εφαρμόζει τη συμφωνία της «παρακράτησης στην πηγή» μεταξύ Ελβετίας και Ηνωμένου Βασιλείου, ότι έχει θέσει σε εφαρμογή τα γαλλικά και ολλανδικά προγράμματα εθελοντικής αποκάλυψης καταθέσεων και ότι διέκοψε κάθε σχέση με τους πελάτες της που «δεν συμμορφώθηκαν» σε φορολογικό επίπεδο. Πρόσθεσε επίσης ότι εφαρμόζει την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά τη φορολογία, ένα σύστημα με το οποίο καταργείται ντε φάκτο το τραπεζικό απόρρητο.
Στο Λονδίνο, ένας εκπρόσωπος των φορολογικών υπηρεσιών επιβεβαίωσε ότι διεξάγεται έρευνα για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, χωρίς να κατονομάσει την ελβετική τράπεζα. Από την πλευρά της, η οικονομική εισαγγελία της Γαλλίας ανακοίνωσε ότι ερευνώνται «πολλές χιλιάδες λογαριασμοί» που ανοίχθηκαν στην Credit Suisse και δεν δηλώθηκαν στις γαλλικές φορολογικές αρχές.
Εξάλλου, η Αυστραλία ταυτοποίησε περισσότερα από 340 άτομα που είχαν διασυνδέσεις με μάνατζερ ελβετικών τραπεζών. Τα πρόσωπα αυτά διατηρούσαν «ανώνυμους αριθμημένους λογαριασμούς σε μία ελβετική τράπεζα», δήλωσε η υπουργός Εισοδήματος και Οικονομικών Υπηρεσιών Κέλι Ο’Ντάιγερ.
Το 2014 η Credit Suisse συμφώνησε να καταβάλει πρόστιμο ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ που την είχε βάλει στο στόχαστρο με την κατηγορία ότι βοηθούσε πελάτες της να φοροδιαφύγουν.