Αδικαιολόγητα μέτρα για να περιορίσει την ελευθερία της έκφρασης, υιοθετεί η Τουρκία, σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης στην νέα, πολύ επικριτική έναντι της Άγκυρας έκθεσή του.
Επισημαίνει μεταξύ άλλων πως η Τουρκία βρίσκεται σε μια πολύ επικίνδυνη οδό.
«Ούτε η απόπειρα πραξικοπήματος ούτε οι τρομοκρατικές απειλές σε βάρος της Τουρκίας δεν μπορούν να δικαιολογήσουν μέτρα που πλήττουν σοβαρά την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και το κράτος δικαίου», καταγγέλλει ο Νιλς Μούιζνιεκς, επίτροπος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, σ’ ένα μνημόνιο αφιερωμένο στην ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Τουρκία.
«Εφαρμόζοντας με υπερβολική ευρύτητα τις έννοιες της ‘τρομοκρατικής προπαγάνδας’ και της ‘υποστήριξης προς μια τρομοκρατική οργάνωση’, μεταξύ άλλων και για δηλώσεις και για πρόσωπα που προφανώς δεν προτρέπουν σε βία, και καταφεύγοντας με υπερβολικό τρόπο στις διατάξεις που τιμωρούν τη δυσφήμηση, η Τουρκία έχει μπει σε μια πολύ επικίνδυνη οδό», προειδοποιεί.
Ο Μούιζνιεκς είχε πραγματοποιήσει δύο επισκέψεις στη χώρα, τον Απρίλιο και τον Σεπτέμβριο του 2016.
Η εγκαθίδρυση καθεστώτος έκτακτης ανάγκης δίνει ουσιαστικά απεριόριστες εξουσίες στην τουρκική κυβέρνηση και της επιτρέπει να εφαρμόζει ριζοσπαστικά μέτρα, ακόμη και εναντίον των μέσων ενημέρωσης και των μη κυβερνητικών οργανώσεων, χωρίς να χρειάζεται να φέρνει αποδείξεις ούτε να περιμένει να εκδοθούν δικαστικές αποφάσεις, μόνο στη βάση κατηγοριών για σχέσεις με κάποια τρομοκρατική οργάνωση, υπογραμμίζει ο επίτροπος. Εκατόν πενήντα οκτώ μέσα ενημέρωσης (εφημερίδες, τηλεοπτικά δίκτυα, ραδιοσταθμοί, πρακτορεία) έκλεισαν και 151 δημοσιογράφοι έχουν φυλακιστεί, υπενθυμίζει.
Ο επίτροπος ζητεί από τις τουρκικές αρχές να «άρουν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης» και να «σταματήσουν τις πολυάριθμες απαράδεκτες προσβολές της ελευθερίας της έκφρασης, ιδιαίτερα της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και της ακαδημαϊκής ελευθερίας».
Συνιστά εξάλλου να «μεταρρυθμισθεί σε βάθος ο ποινικός κώδικας και η αντιτρομοκρατική νομοθεσία ώστε τα κείμενα και οι πρακτικές να είναι συμβατά με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων».