Με την μητρική του γλώσσα, η οποία προφανώς του είναι πιο οικεία, θα ήθελε να γίνονται, από εδώ και στο εξής, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Βρετανίας για το Brexit, o επικεφαλής διαπραγματευτής, Μισέλ Μπαρνιέ.
Όπως μεταδίδει από τις Βρυξέλλες το Αθηναϊκό Πρακτορείο ο Μισέλ Μπαρνιέ, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας που έχει τεθεί επικεφαλής του περίπλοκου διαζυγίου με το Λονδίνο, θέλει να χρησιμοποιηθεί τα γαλλικά στις συναντήσεις και τα έγγραφα, κατά τη διάρκεια της συνόδου της ΕΕ, της πρώτης για την Βρετανίδα πρωθυπουργό Τερέζα Μέι.
Η χρήση των γαλλικών σηματοδοτεί μια αλλαγή από την συνηθισμένη πρακτική των πολυεθνών ομάδων των αξιωματούχων στις Βρυξέλλες, όπου τα γαλλικά έχασαν από τα αγγλικά το κύρος τους ως βασική γλώσσα εργασίας της ΕΕ μετά την ένταξη κρατών από τη βόρεια και την ανατολική Ευρώπη τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Ακόμα και αξιωματούχοι από τις ιδρυτικές δυνάμεις της ΕΕ, τη Γαλλία και τη Γερμανία, επικοινωνούν πλέον μεταξύ τους κυρίως στα αγγλικά.
Η συγκεκριμένη κίνηση μπορεί να εκληφθεί και ως μία αποστολή μηνύματος στη Μέι και τους υπουργούς της και πως επίσης η Ε.Ε. σχεδιάζει να βάλει πρώτα τα δικά της συμφέροντα στις διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση της Βρετανίας. Όπως έχει υποσχεθεί η Βρετανίδα πρωθυπουργός οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν επισήμως έως τον Μάρτιο.
Ο Μπαρνιέ, που μιλά άπταιστα αγγλικά, αν και με προφορά, δεν αποτέλεσε δημοφιλή επιλογή για κάποιους Βρετανούς πολιτικούς όταν ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ τον διόρισε. Κάποιοι σχολιαστές χαρακτήρισαν την επιλογή του «πράξη πολέμου».
Ως Επίτροπος της ΕΕ μέχρι το 2014, ο 65χρονος Μπαρνιέ είχε μια δύσκολη σχέση με το Λονδίνο καθώς επεδίωξε να αυστηροποιήσει το ρυθμιστικό πλαίσιο για τον βρετανικό τομέα χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Κάποιοι πολιτικοί της ΕΕ έχουν ισχυριστεί ότι τα αγγλικά ίσως χάσουν το καθεστώς τους ως μια από τις τρεις επίσημες γλώσσες εργασίας – μαζί με τα γαλλικά και τα γερμανικά – ως αποτέλεσμα του Brexit.
Όπως και να έχει πάντως, η αγγλική ως παγκόσμια lingua franca δεν κινδυνεύει άμεσα με «εξαφάνιση». Ακόμα και μετά την αποχώρηση των Βρετανών στην ΕΕ.