Ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι δήλωσε σήμερα έτοιμος να προχωρήσει σε αλλαγή του εκλογικού νόμου, προκειμένου να προσπαθήσει να ικανοποιήσει τα αιτήματα της εσωτερικής αντιπολίτευσης του Δημοκρατικού Κόμματος και η κεντροαριστερά να πορευθεί ενωμένη προς το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου.
Παράλληλα όμως ο Ρέντσι προειδοποίησε ότι «για να κρατηθεί ενωμένο το κόμμα δεν μπορεί να μπλοκάρει η χώρα». Η αριστερή αντιπολίτευση των «Δημοκρατικών» ζητά, μεταξύ των άλλων, να καταργηθεί η δυνατότητα διεξαγωγής δεύτερου γύρου και να δίδεται απευθείας μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα. Ο Ιταλός πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του δείχνουν πρόθυμοι να ξεκινήσουν διάλογο, καθιστώντας σαφές, όμως, ότι η όποια αλλαγή θα επισημοποιηθεί μετά το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου.
Εκ πρώτης όψεως μπορεί να μοιάζει για απλή διαδικαστική λεπτομέρεια, αλλά στην πραγματικότητα έχει προσλάβει πολιτική ουσία: τόσο που ο Τζάνι Κούπερλο, στέλεχος της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, δήλωσε ξεκάθαρα ότι, αν δεν εγκριθούν άμεσα όλες οι αλλαγές στον εκλογικό νόμο, η στάση του, όπως και των συνοδοιπόρων του, θα παραμείνει αρνητική σε ό,τι αφορά το δημοψήφισμα.
Σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές, δεν αποκλείεται τελικά οι διαφορές αυτές να οδηγήσουν ακόμη και σε διάσπαση των Δημοκρατικών, με αποχώρηση- ή και διαγραφή- των εκπροσώπων της αριστερής ομάδας βουλευτών και γερουσιαστών.
Όσο για το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου, σύμφωνα με τα τελευταία γκάλοπ, το «ναι» στις συνταγματικές αλλαγές (μείωση των γερουσιαστών, των δικαιοδοσιών της Γερουσίας και των περιφερειών και αλλαγή της διαδικασίας εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας) παρουσιάζει οριακό προβάδισμα. Ουδείς όμως είναι προς το παρόν σε θέση να προβλέψει το τελικό αποτέλεσμα και ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι αφήνει και πάλι να διαρρεύσει ότι, αν οι Ιταλοί εκφραστούν αρνητικά, μπορεί και να εγκαταλείψει την ενεργό πολιτική δράση.
Το δημοψήφισμα, ένα επικίνδυνο εγχείρημα με αβέβαιη έκβαση
Η Ιταλία αντιμετωπίζει τον Δεκέμβριο ένα δημοψήφισμα, ο Νικολά Σαρκοζί υπόσχεται δημοψήφισμα εάν νικήσει στις γαλλικές προεδρικές εκλογές, όμως τα παραδείγματα του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ουγγαρίας και της Κολομβίας δείχνουν όλη την αβεβαιότητα που περιβάλλει αυτού του τύπου την ψηφοφορία.
Στο Λονδίνο, ο πρώην πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον είχε υποσχεθεί τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την παραμονή ή μη της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εκείνος προσέφυγε σε εθνική ψηφοφορία για να επιλύσει την εσωτερική διαμάχη δεκαετιών στις τάξεις των Τόρις. Αλλά βρέθηκε μπροστά σε ένα πανηγυρικό φιάσκο
«Θα μείνει στην ιστορία ως ο άνθρωπος που προκάλεσε εξ ατυχήματος την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση», σύμφωνα με τον πρώην υπουργό των συντηρητικών Κεν Κλαρκ.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Κάμερον παραιτήθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού και αργότερα εγκατέλειψε την έδρα του στο βρετανικό κοινοβούλιο.
«Οι πολιτικοί δεν ξέρουν να αντλούν τα διδάγματα της Ιστορίας. Αν κοιτάξουμε τα πρόσφατα δημοψηφίσματα, όλα ήταν κακά υπολογισμένα. Υπάρχουν λίγα δημοψηφίσματα η έκβαση των οποίων ακολουθεί την κατευθυντήρια γραμμή που έχει τεθεί από την εξουσία», λέει στο Γαλλικό Πρακτορείο (AFP) ο καθηγητής Ιαν Μπεγκ, ερευνητής στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο του London School of Economics.
Ο πρόεδρος της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος έζησε την ίδια περιπέτεια: οργάνωσε δημοψήφισμα για την ειρηνευτική συμφωνία με τους αντάρτες των FARC, αλλά έχασε.
Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπάν έχασε επίσης το στοίχημα του: το αντιμεταναστευτικό δημοψήφισμα του ακυρώθηκε εξαιτίας της χαμηλής συμμετοχής, αλλά κράτησε την ηθική νίκη, αφού περισσότερο από το 98% όσων έφθασαν μέχρι την κάλπη ενέκριναν την πολιτική του.
«Στην Ελβετία υπάρχει εξοικείωση. Αλλά οι Βρετανοί, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι, είναι εξαιρετικά σπάνια η διεξαγωγή τέτοιας ψηφοφορίας και μπορεί πολύ γρήγορα να πάει στραβά. Ακόμη και αν υπάρχουν ευγενείς λόγοι για να δώσει κανείς τον λόγο στον λαό, το γεγονός ότι ψηφίζει κανείς «ναι» ή «όχι», δεν επιτρέπει αποχρώσεις και μπορεί να φέρει το λάθος αποτέλεσμα», λέει ο Ιαν Μπεγκ.
Ελβετικό μοντέλο
Η Ελβετία είναι μάλλον η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. εκεί οι πολίτες ψηφίζουν κάθε τρεις μήνες για να εγκρίνουν ή να απορρίψουν λαϊκές πρωτοβουλίες που παρουσιάζονται από κόμματα ή οργανώσεις πολιτών.
«Υπάρχει μακρά παράδοση με αποτέλεσμα οι ελίτ να έχουν μάθει τι πρέπει να κάνουν για να ενημερώσουν, να πείσουν, να προετοιμάσουν την κοινή γνώμη», εξηγεί στο AFP ο ελβετός πολιτικός επιστήμονας Πασκάλ Σκιαρίνι.
Στις άλλες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, όπως η Ιταλία, το δημοψήφισμα είναι «ένα είδος τιμωρίας απέναντι στην πολιτική, την κυβέρνηση, άρα υπάρχει ένα συναισθηματικό φορτίο, είναι η ευκαιρία για να εκφρασθεί η δυσφορία», σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονας Όσκαρ Ματσολένι του Πανεπιστημίου της Λωζάννης.
Ο Ματέο Ρέντσι, ο ιταλός πρωθυπουργός, παίζει με τη φωτιά στις 4 Δεκεμβρίου, στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση με στόχο την απλοποίηση του πολιτικού συστήματος και τη βελτίωση της λειτουργικότητας της διακυβέρνησης της χώρας.
«Γνωρίζω ότι μπορεί να μην είμαι ο πιο συμπαθής άνθρωπος στον κόσμο», παραδέχθηκε κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής στη δημόσια τηλεόραση, τονίζοντας ότι επιθυμεί «οι πολίτες να γνωρίζουν για ποιο πράγμα ψηφίζουν, και αυτό δεν είναι το πρόσωπό μου».
Όμως οι πιθανότητες για την ευόδωση των επιθυμιών του είναι λίγες.
«Ο Ματέο Ρέντσι διατρέχει έναν κίνδυνο. Υπολόγιζε να χρησιμοποιήσει το δημοψήφισμα για να εδραιώσει την πολιτική του εξουσία, αλλά η αμφιταλαντευόμενη συμπεριφορά του -αρχικά προσωποποίησε το διακύβευμα παρουσιάζοντας το δημοψήφισμα ως ψηφοφορία για την πολιτική του τύχη, στη συνέχεια έκανε ανάποδο πετάλι- τον ζημιώνει», σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Ντομένικο Φακιόλα, του πανεπιστημίου luiss.
Σπάνια είναι τα δημοψηφίσματα στα οποία οι ψηφοφόροι απαντούν στο ερώτημα και η Ιταλία δεν ξεφεύγει από τον κανόνα. «Η ψηφοφορία της 4ης Δεκεμβρίου δεν αφορά τη συνταγματική αναθεώρηση, την οποία η πλειοψηφία των Ιταλών δεν έχει κατανοήσει. Το πραγματικό ερώτημα όπου αναγράφεται στα ψηφοδέλτια και το οποίο θα πρέπει να απαντηθεί με ένα «ναι» ή ένα «όχι», είναι: “Έχετε ακόμη περισσότερη εμπιστοσύνη στον Ρέντσι από ό,τι στους αντιπάλους του;”», γράφει η La Stampa.