Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch – HRW) κατηγόρησε σήμερα το συριακό καθεστώς και τον ρώσο σύμμαχό του ότι χρησιμοποιούν ευρέως τα απαγορευμένα όπλα μαζικής διασποράς στις επιχειρήσεις τους κατά των ανταρτών στη Συρία.
Η μη κυβερνητική οργάνωση που εδρεύει στη Νέα Υόρκη κατέγραψε 47 φορές τη χρήση όπλων διασποράς από τις 27 Μαΐου, τυφλές βόμβες που σκότωσαν και τραυμάτισαν δεκάδες άμαχους στις περιοχές που ελέγχουν οι αντάρτες σε τρεις επαρχίες.
Ορισμένες από τις επιθέσεις αυτές σημειώθηκαν βορείως και δυτικά του Χαλεπίου, ενώ οι κυβερνητικές δυνάμεις έχοντας τη στήριξη της Ρωσίας πολιορκούν τη βόρεια πλευρά του Χαλεπίου, η οποία ελέγχεται από τους αντάρτες.
Ο ρωσικός στρατός άρχισε από τα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου σειρά βομβαρδισμών για να στηρίξει τις δυνάμεις που προέδρου Μπασάρ αλ-‘Ασαντ.
«Μετά την επανάληψη των κοινών ρωσο-συριακών επιχειρήσεων, παρατηρήσαμε μια συνεχή χρήση όπλων διασποράς», διευκρίνισε ο Ολε Σόλβανγκ, αναπληρωτής διευθυντής εκτάκτων επιχειρήσεων του Human Rights Watch.
«H ρωσική κυβέρνηση θα πρέπει αμέσως να εγγυηθεί ότι οι δυνάμεις της και αυτές της Δαμασκού δεν χρησιμοποιούν τα όπλα αυτά, εξ’ ορισμού τυφλά».
Τον Δεκέμβριο, το HRW δήλωσε ότι έχει τεκμηριώσει τη χρήση επί 20 φορές όπλων διασποράς από τότε που άρχισαν οι ρωσικοί βομβαρδισμοί, στις 30 Σεπτεμβρίου.
«Παρότι η Ρωσία και η Συρία δεν έχουν υπογράψει τη Συνθήκη (του Όσλο) για τα όπλα διασποράς, εξακολουθούν να δεσμεύονται από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, το δίκαιο του πολέμου που απαγορεύει τις τυφλές επιθέσεις», δήλωσε το Παρατηρητήριο.
Οι βόμβες διασποράς ερρίφθησαν από αέρος ή εκτοξεύθηκαν από την ξηρά. Οι βόμβες αυτές εκρήγνυνται στον αέρα και διασπείρουν μικρότερες σφαίρες, μεγέθους μιας μπάλας του τένις, σε μεγάλη έκταση.
Σχεδόν το 30% των όπλων διασποράς δεν εκρήγνυνται όταν έρθουν σε επαφή με το έδαφος και μπορεί να μείνουν ενεργά επί δεκαετίες με κίνδυνο να προκαλέσουν τον θάνατο ή τον τραυματισμό αμάχων.
Περισσότεροι από 280.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στη Συρία από την έναρξη της σύγκρουσης το 2011 και τη βίαιη καταστολή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων.