«Είδα τα σώματα να πέφτουν σαν τις κορίνες του μπόουλινγκ στο πέρασμά του», περιέγραψε στην εφημερίδα Nice-Matin ένας συντάκτης της, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της επίθεσης.
Ο δημοσιογράφος Νταμιάν Αλμάν αφηγείται πως όλα πήγαιναν καλά χθες το βράδυ, η βραδιά ήταν καλή, το ίδιο και η ατμόσφαιρα, το θέαμα των πυροτεχνημάτων μάλλον καλό, τα πιτσιρίκια πετούσαν βότσαλα στο νερό, μέχρι που τα πυροτεχνήματα τελείωσαν και από μακριά ακούστηκαν θόρυβος και φωνές. «Κλάσματα του δευτερολέπτου αργότερα, ένα τεραστιο λευκό φορτηγό έπεφτε με τρελή ταχύτητα πάνω στους ανθρώπους, κάνοντας μάλιστα στροφές για να θερίσει όσο το δυνατόν περισσότερους», λέει στη Nice-Matin.
«Αυτό το φορτηγό του θανάτου πέρασε μερικά μετρά από μένα και δεν το συνειδητοποίησα. Είδα τα σώματα να πέφτουν σαν τις κορίνες του μπόουλινγκ στο πέρασμά του. Άκουσα θορύβους, ουρλιαχτά που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ήμουν αποσβολωμένος. Δεν κουνήθηκα. Ακολούθησα αυτό το φέρετρο με τα μάτια. Γύρω μου επικρατούσε πανικός. Άνθρωποι έτρεχαν, φώναζαν, έκλαιγαν. Τότε συνήλθα. Και έτρεξα μαζί τους».
Ο Αλμάν βρήκε καταφύγιο σ’ ένα εστιατόριο μαζί με πολλούς άλλους, όμως ήθελε να μάθει τι είχε συμβεί και γρήγορα βγήκε και πάλι. «Η Προμενάντ ήταν έρημη. Κανένας θόρυβος. Καμιά σειρήνα. Κανένα αυτοκίνητο. Επέστρεψα στο σημείο απ’ όπου είχε περάσει το φορτηγό. Διασταυρώθηκα με τον Ρεμόν. “Υπάρχουν παντού νεκροί”, μου ψιθύρισε δακρυσμένος».
«Είχε δίκιο. Ακριβώς πίσω του, άψυχα πτώματα κάθε πέντε μέτρα, ανθρώπινα μέλη… Αίμα. Βογγητά. Αυτοί που νοικιάζουν τις ομπρέλες στην παραλία ήταν οι πρώτοι που έτρεξαν. Έφεραν νερό για τους τραυματίες και πετσέτες τις οποίες απέθεταν εκεί όπου δεν υπήρχε πια ελπίδα. Εκείνη τη στιγμή λιγοψύχησα. Ήθελα να βοηθήσω, να κάνω κάτι… Όμως δεν τα κατάφερα. Ένα δεύτερο κύμα πανικού με ξανάφερε στο εστιατόριο. “Επιστρέφει! Επιστρέφει!”. Ήταν λάθος. Το φορτηγό-φονιάς είχε τελειώσει την κούρσα του δεκάδες μέτρα μακρύτερα, διάτρητο από σφαίρες. Δεν άκουσα κανέναν πυροβολισμό. Μόνο κραυγές. Και τώρα κλάματα. Μόνο κλάματα».