Τη μαρτυρία μιας γυναίκας που έζησε την σκληρή πραγματικότητα να έχει έναν πατέρα – δολοφόνο, φιλοξενεί η ιστοσελίδα themarshallproject.org.
Διαβάστε τη συγκλονιστική αφήγηση της Pamela Brunskill…
«Ο πατέρας μου σπούδασε φιλοσοφία στο Κολέγιο, αγαπούσε την ποίηση και τη φύση. Όταν ήμουν στην εφηβεία, συνηθίζαμε να κάνουμε μαζί κανό. Κι όταν ήμουν μαθήτρια Λυκείου, στο Buffalo της Νέας Υόρκης, σκότωσε τη μητριά μου και τον εραστή της.
Μεγάλωσα με την αρχή, ότι οι εγκληματίες ήταν επικίνδυνα άτομα, άνθρωποι που καταστρέφουν τις κοινωνίες και δημιουργούν σε εμάς ένα κλίμα ανασφάλειας. Αλλά είχα έρθει σε επαφή με τη βία μόνο μέσα από την τηλεόραση, οπότε ήταν εύκολο για μένα να κρίνω.
Όταν ο πατέρας μου έγινε δολοφόνος, μοιράστηκα τα νέα με τους κοντινούς μου φίλους. Ακόμα και έτσι, φοβόμουν την αντίδρασή τους. Όταν το είπα στον Jeff, που τώρα είναι ο τωρινός μου σύζυγος, ήταν τη βραδιά μετά τους πυροβολισμούς. Ήμασταν δευτεροετείς φοιτητές και εκείνο το βράδυ είχαμε βγει για χορό. “Ο πατέρας μου σκότωσε τη μητριά μου χθες”, του είπα και με τράβηξε ώστε να με κοιτάξει στο πρόσωπο. “Δεν είναι μόνο αυτό. Σκότωσε και τον εραστή της”, είπα. Έγνεψε αμυδρά, έβαλε το κεφάλι μου στον ώμο του και συνεχίσαμε να χορεύουμε σα να μην είχε γίνει κάτι κακό. (…)
Μερικές φορές εύχομαι ο πατέρας μου να ήταν εκείνος που είχε πεθάνει το μοιραίο βράδυ. Δεν τα πηγαίναμε καλά από πριν και μετά το συμβάν, μέσα μου γινόταν μάχη για το αν άξιζε ή όχι τη συμπαράστασή μου. Αλλά ποτέ δεν τον εγκατέλειψα: εξακολουθούσε και ήταν ο πατέρας μου.
Γι’ αυτό έδειξα συμπάθεια για κάποιον που οι πράξεις του ήταν κατακριτέες. Και γι’ αυτό, έξι μήνες μετά την επιθυμία της μιας μου κόρης να γνωρίσει τον πατέρα μου, πήρα και τα δυο μου παιδιά και τον επισκεφτήκαμε στις φυλακές Clinton Correctional Facility, στη Ν.Υ.
Βρεθήκαμε στο χώρο συνάντησης. Τον είδα να μας κοιτάζει μέσα από το τζάμι. Δεν είχε αλλάξει καθόλου από την τελευταία φορά που τον είδα, πριν από δυο χρόνια. Καράφλα, μικρή κοιλιά, κόκκινη μύτη… Μου έγνεψε, όταν βρεθήκαμε από κοντά, με έσφιξε στην αγκαλιά του και άρχισε να κλαίει. Λίγο έλειψε να κλάψω και εγώ, αν και δε μπορώ να εξηγήσω το γιατί.
“Έφερες τα κορίτσια!”, είπε. Απευθυνόμενος στις κόρες μου, τις ρώτησε αν ξέρουν ποιος ήταν. “Είμαι ο παππούς σας. Η μαμά σας είναι κόρη μου, όπως εσείς είστε οι κόρες της”, αποκρίθηκε.
Έπειτα από λίγο, η Makenzie -η κόρη μου- κι εγώ, πήγαμε να αγοράσουμε κάποια σνακ όταν με σταμάτησε στο διάδρομο και με ρώτησε: “Θα επιστρέψει στο μπουντρούμι;”
“Ναι. Παραβίασε τους νόμους και τώρα πληρώνει το τίμημα”.
“Είναι κακός άνθρωπος;”
Για μια στιγμή σκέφτηκα πριν απαντήσω. “Όχι, αλλά έκανε κάποια κακά πράγματα”».