Το Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ) αποκομίζει εκατομμύρια δολάρια κάθε μήνα από την οικονομική του δραστηριοποίηση στον τομέα εμπορίας αυτοκινήτων και αλιευμάτων στο Ιράκ, σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσει τις ζημίες που υπέστη από την πτώση των κερδών του από την εμπορία πετρελαίου, μετά τις ήττες του στα πεδία των μαχών, ανέφεραν σήμερα σε έκθεση τους οι δικαστικές αρχές του Ιράκ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών στις δυνάμεις ασφαλείας, τα ετήσια έσοδα της τζιχαντιστικής οργάνωσης ανέρχονται σε 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια, μεγάλο μέρος των οποίων προέρχεται από την εκμετάλλευση εγκαταστάσεων πετρελαίου και αερίου στο Ιράκ και τη Συρία.
Οι δυνάμεις του δυτικού συνασπισμού υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στοχοθετούν χρηματοοικονομικές υποδομές του ΙΚ, με αεροπορικές επιδρομές με στόχο να μειώσουν την ικανότητα της οργάνωσης στην άντληση, διύλιση και διακίνηση πετρελαίου, γεγονός που έχει οδηγήσει σε μια σημαντική – κατά πληροφορίες – μείωση στους μισθούς των τζιχαντιστών.
Μολαταύτα, η οργάνωση εμφανίζεται να προσαρμόζεται για ακόμη φορά, στρεφόμενη σε κάποιες περιπτώσεις σε επικερδείς δραστηριότητες όπως η γεωργία.
«Ο σημερινός μηχανισμός χρηματοδότησης των τρομοκρατών έχει αλλάξει από εκείνον που χρησιμοποιούσαν πριν την ανακοίνωση της ίδρυσης του χαλιφάτου πριν από περίπου δύο χρόνια», υπογραμμίζει έκθεση των δικαστικών αρχών, που επικαλείται τον δικαστή Τζαμπάρ Αμπίντ αλ Χουσάιμι.
«Έπειτα από την ανακατάληψη από τις ένοπλες δυνάμεις του Ιράκ αρκετών πετρελαιοπηγών, που η Νταές (αραβικό ακρωνύμιο του ΙΚ) χρησιμοποιούσε για να χρηματοδοτήσει τις επιχειρήσεις της, η οργάνωση επινόησε μη παραδοσιακούς μεθόδους πληρωμής των μαχητών της και χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων της», επισημαίνεται στην έκθεση.
Η αλιεία σε εκατοντάδες λίμνες βόρεια της ιρακινής πρωτεύουσας Βαγδάτης έχει τζίρο εκατομμυρίων δολαρίων σε μηνιαία βάση, σύμφωνα με την έκθεση. Κάποιοι ιδιοκτήτες (σ.σ. ιχθυοκαλλιεργειών), δραπετεύοντας από την περιοχή, εγκατέλειψαν τα ιχθυοτροφεία τους, ενώ άλλοι συμφώνησαν να συνεργαστούν με τους τζιχαντιστές για να αποφύγουν να γίνουν στόχος επιθέσεων.
«Η Νταές μεταχειρίζεται περιοχές της βόρειας επαρχίας της Βαγδάτης που έχει υπό τον έλεγχο της ως οικονομικό κέντρο. Αποτελεί την πρωταρχική πηγή της χρηματοδότησης στην πρωτεύουσα συγκεκριμένα», ανέφερε ο Χουσάιμι.
Η εκμετάλλευση του τομέα της αλιείας φέρνει στους τζιχαντιστές έσοδα από το 2007, όταν η αλ Κάιντα – προκάτοχος του ΙΚ στο Ιράκ – πολεμούσε τις αμερικανικές δυνάμεις κατοχής, αλλά αυτός ο τομέας εμπορικής δραστηριότητας προσέλκυσε την προσοχή των αρχών μόλις φέτος, σύμφωνα με την έκθεση.
Οι τζιχαντιστές παράλληλα επιβάλουν φόρο εκμετάλλευσης αγροτικών γαιών, 10% φόρο στα πουλερικά και άλλους φόρους σε ένα φάσμα προϊόντων και ειδών που εισάγονται στην περιοχή τους.
Παράλληλα, η οργάνωση εξασφαλίζει νέα έσοδα από την δραστηριοποίηση της στο εμπόριο αυτοκινήτων και εργοστασίων που κάποτε τελούσαν υπό τη διοίκηση της ιρακινής κυβέρνησης σε περιοχές που κατέλαβαν οι τζιχαντιστές.
Αυτές οι εμπορικές δραστηριότητες βοήθησαν στην αντιστάθμιση, εν μέρει, των οικονομικών απωλειών που υπέστη η οργάνωση εξαιτίας των χαμηλότερων εσόδων της από την εμπορία πετρελαίου.
«Την πρόσφατη περίοδο η Νταές επέστρεψε στην εκμετάλλευση εργοστασίων της κυβέρνησης σε περιοχές που ελέγχει – όπως η Μοσούλη – για να αποκομίσει οικονομικά οφέλη», τόνισε ο Χουσάιμι, σημειώνοντας όμως πως η παράνομη διακίνηση και εμπορία πετρελαίου από διυλιστήρια της Συρίας παραμένει η βασική πηγή χρηματοδότησης της οργάνωσης σε διεθνές επίπεδο.
Τέλος, η έκθεση υπογραμμίζει, πως επιπρόσθετα με την μισθοδοσία, οι μαχητές του ΙΚ ενδεχομένως να λαμβάνουν επιδόματα ενοικίου, οικονομικές απολαβές για οικογένειες έως τέσσερα παιδιά και περιστασιακά μπόνους – όπως εκείνο ύψους 1.000 δολαρίων που διανεμήθηκε μετά την κατάληψη από τους τζιχαντιστές της Μοσούλης το 2014.