Όπως ξέρει καλά το Χόλιγουντ, μια καλά σχεδιασμένη και άψογα εκτελεσμένη ληστεία αποτελεί ιδανικό σενάριο, καθώς όλοι απολαμβάνουμε τα περίπλοκα εγκληματικά πλάνα των «εγκεφάλων» που τους μετατρέπουν σε ιδιαιτέρως πλούσιους κακοποιούς. Απολαμβάνουμε βέβαια εξίσου ακόμα και τις λιγότερο διακριτικές λεπτομέρειες των σχεδίων, όπως τα πιστόλια, τις μάσκες και τα εκρηκτικά που περιλαμβάνονται στο σύνηθες μενού μιας ληστείας. Κι εδώ το παγκόσμιο σινεμά έχει χτυπήσει φλέβα χρυσού, καθώς οι περιβόητες ληστείες τραπεζών, χρηματαποστολών και τρένων παραείναι πολλές για να διαλέξει, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ιστορικότατα χτυπήματα που δημιούργησαν ζοφερό δεδικασμένο…
Η ληστεία της Τράπεζας της Πενσιλβάνια του 1798
Η πρώτη ποτέ ληστεία τράπεζας στις ΗΠΑ έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1798 στη Φιλαδέλφεια, όταν οι ληστές βγήκαν από την Τράπεζα της Πενσιλβάνια με 162.000 δολάρια στα χέρια. Ιστορική και όσο πιο διαβόητη παίρνει, η υπόθεση κατέληξε μάλιστα σε φυλάκιση λάθος υπόπτου, ο οποίος μήνυσε κατόπιν την αμερικανική κυβέρνηση και βγήκε από τα κάγκελα πλούσιος. Τόσο το τεράστιο του ποσού όσο και οι ικανότητες των ληστών περιόρισε αμέσως τη δεξαμενή των υπόπτων, αφού μια τέτοια ενέργεια δεν θα μπορούσε να εκτελεστεί από μικροκακοποιούς του δρόμου. Ο σιδεράς Πάτρικ Λιόν έγινε ο Νο 1 ύποπτος, αφού ήταν αυτός που είχε μόλις αλλάξει τις κλειδαριές του θησαυροφυλακίου της τράπεζας. Οι Αρχές πίστεψαν ότι ο σιδεράς είχε κρατήσει αντικλείδι, με το οποίο άνοιξε εύκολα τη θωρακισμένη πόρτα όταν το υποκατάστημα ήταν κλειστό. Κι έτσι τον συνέλαβαν στη στιγμή, ορίζοντας την εγγύησή του στα 150.000 δολάρια! Οι πραγματικοί δράστες ήταν φυσικά άλλοι. Συγκεκριμένα, οι Τόμας Κάνινγχαμ και Άιζακ Ντέιβις. Ο Κάνινγχαμ ήταν ο θυρωρός της τράπεζας και μεσάζοντας για την παροχή πληροφοριών, ο οποίος πέθανε ωστόσο από κίτρινο πυρετό λίγο μετά τη ληστεία. Ο Ντέιβις συνελήφθη αργότερα, όταν άρχισε να καταθέτει τα κλοπιμαία σε τράπεζες της Φιλαδέλφεια, περιλαμβανομένης και αυτής που είχε μόλις κλέψει. Ο ληστής έλαβε τελικά χάρη επιστρέφοντας τα χρήματα και ζητώντας συγγνώμη! Ο Λιόν μήνυσε το κράτος και πήρε αποζημίωση 9.000 δολαρίων, σε μια υπόθεση που έφερε στη δικαστική αίθουσα τους κορυφαίους νομικούς της Αμερικής και κατέληξε σε αλλαγή του ποινικού κώδικα για τις ληστείες τραπεζών…
Η ληστεία της Τράπεζας της Αυστραλίας του 1828
Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Αυστραλία δεν ήταν παρά ποινική αποικία για τους βρετανούς κακοποιούς. Μόνο στη Νέα Νότια Ουαλία, για παράδειγμα, ζούσαν 165.000 κατάδικοι! Πολλοί εκ των οποίων βέβαια είχαν εκτίσει την ποινή τους και πήραν την απόφαση να παραμείνουν στην απομακρυσμένη ήπειρο. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν και ο Τόμας Τέρνερ, ο οποίος θα γινόταν ο γνωστότερος λιθοξόος του Σίδνεϊ, στον οποίο θα απευθυνθεί η νέα Τράπεζα της Αυστραλίας για να της φτιάξει το πέτρινο θησαυροφυλάκιό της. Οι τραπεζικοί δεν ήξεραν φυσικά ότι την ώρα που έχτιζε ο Τέρνερ το θησαυροφυλάκιο, έφτιαχνε από κάτω του ένα υπόγειο τούνελ που συνδεόταν με τον αγωγό λυμάτων της πόλης! Κι έτσι η ευκαιρία παρουσιάστηκε με τα καλά της στον Τέρνερ για να οργανώσει τη μεγαλύτερη ληστεία τράπεζας της αυστραλιανής ιστορίας. Ο Τέρνερ επιστράτευσε το 1828 δυο ιρλανδούς κακοποιούς, τους Τζέιμς Ντινγκλ και Τζορτζ Φάρελ, για να εκτελέσουν το άρτια σχεδιασμένο πλάνο του, προσλαμβάνοντας τελικά στη σπείρα κι έναν ακόμα, τον σιδερά Γουίλιαμ Μπλάκστοουν. Η εγκληματική τριάδα περνούσε τώρα τα Σάββατά της σκάβοντας ως το θησαυροφυλάκιο, καθώς και οι τρεις τους ήταν κατάδικοι και είχαν ρεπό μόνο το Σάββατο. Ο Ντινγκλ επιστράτευσε τελικά δύο ακόμα άντρες για να επισπευστεί η διάνοιξη του τούνελ. Το σχέδιο του Τέρνερ δούλεψε και με το παραπάνω. Οι ληστές μπήκαν εύκολα στο θησαυροφυλάκιο και έφυγαν με 14.000 λίρες. Επειδή όμως η ληστεία έπρεπε να γίνει τη μόνη μέρα που η τράπεζα ήταν κλειστή, την Κυριακή δηλαδή, οι κατάδικοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τον υπεύθυνο επιθεωρητή τους, κι εκείνος έκανε μετά εύκολα τη σύνδεση φέρνοντας τους κακοποιούς στο γραφείο του ανακριτή. Οι εγκληματίες θα γλίτωναν μάλιστα αν δεν ήταν η απίστευτη απληστία τους στη μέση. Γιατί ο εισαγγελέας δεν είχε ουσιαστικά τίποτα στα χέρια του, αν και ο Ντινγκλ θέλησε να φάει το μερίδιο του Μπλάκστοουν. Αφού τον πέταξαν έξω από τη συμμορία, ο κακοποιός συνελήφθη το 1831 για άσχετο λόγο και τώρα ήθελε να πάρει εκδίκηση (αλλά και χάρη φυσικά για το νέο του έγκλημα). Οι ληστές πιάστηκαν μεν, η ζηλευτή τους λεία όμως όχι…
Η Συνωμοσία του Κακόρι του 1925
Ήταν το 1947 όταν οι Βρετανοί αποχώρησαν από το «Διαμάντι του Στέμματος», την Ινδία, με τον αποικιοκρατικό ζυγό να μετατρέπεται τώρα σε αιματηρό διχασμό της χώρας. Πριν να συμβεί βέβαια αυτό, πολλές αυτονομιστές και παραστρατιωτικές οργανώσεις μάχονταν για την ινδική ανεξαρτησία και η Δημοκρατική Ένωση του Ινδουστάν (HRA) ήταν μια από τις πιο δραστήριες. Κι αυτό γιατί καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα τα μέλη της επιδίδονταν σε ενέργειες δολιοφθοράς και υπονόμευσης της βρετανικής επικυριαρχίας, με το πράγμα να φτάνει στην κορύφωσή του το 1925 και τη διαβόητη ληστεία του τρένου που θα έμενε στα ιστορικά κιτάπια ως «Συνωμοσία του Κακόρι». Ήταν στις 9 Αυγούστου όταν δέκα αυτονομιστές μαχητές επιβιβάστηκαν στο τρένο που μετέφερε άφθονο παραδάκι για τα αγγλικά ταμεία. Φτάνοντας κοντά στον οικισμό του Κακόρι, οι αντάρτες ανάγκασαν τον συρμό να σταματήσει και έπιασαν ομήρους τους βρετανούς φρουρούς. Έφυγαν τελικά με 8.000 ρουπίες στα χέρια, αν και κατά τη φυγή τους πυροβόλησαν κατά λάθος πάνω στη συμπλοκή έναν επιβάτη. Τα νέα της ληστείας έφτασαν στα πέρατα της Ινδίας και οι Βρετανοί έτρεμαν τώρα ενδεχόμενη γενίκευσή της, γι’ αυτό και έστησαν γιγαντιαίο ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των δραστών. Στους επόμενους μήνες, περισσότεροι από 40 ύποπτοι είχαν συλληφθεί για τη ληστεία του τρένου, με τις ποινές να είναι παραδειγματικά εξαντλητικές: 4 καταδικάστηκαν σε θάνατο, ένας σε ισόβια δεσμά και όλοι οι άλλοι σε κάθειρξη 14 ετών. Η ανηλεής αυστηρότητα των ποινών προκάλεσε ωστόσο αυτό ακριβώς που φοβούνταν οι Βρετανοί, λαϊκή κατακραυγή κατά του αποικιοκρατικού ζυγού δηλαδή. Παρά τις προσπάθειες των Ινδών και την επιτροπή που σύστησαν για τη νομική υπεράσπιση των καταδικασθέντων, οι προσπάθειές τους έπεσαν στο κενό…
Η ληστεία της Τράπεζας της Τιφλίδας του 1907
Αν ζούσαμε στις αρχές του 20ού αιώνα, ο «Πατερούλης» Στάλιν θα ήταν απλώς γνωστός ως μαρξιστής ληστοσυμμορίτης, καθώς οργάνωνε κλοπές, απαγωγές και εκβιασμούς για να βγαίνουν τα έξοδα της επανάστασης. Ο Ιωσήφ είχε αποκτήσει μάλιστα πρωτόγνωρη δημοσιότητα στο μπολσεβικικό κόμμα το 1907, όταν σχεδίασε τη ληστεία στην Τράπεζα της Τιφλίδας που θα κατέληγε σε λουτρό αίματος αλλά και λεία 250.000 ρουβλίων! Έχοντας εκτελέσει μάλιστα άλλη μια πετυχημένη «εκστρατεία χρηματοδότησης» στη Φιλανδία το 1906, όταν χτύπησαν τη Ρωσική Κρατική Τράπεζα του Ελσίνκι, οι μπολσεβίκοι θέλησαν να βάλουν τώρα στο χέρι τη χρηματαποστολή της κρατικής τράπεζας της Τιφλίδας. Το έργο ανέλαβε ο νεαρός επαναστάτης «Σόσο», κατά κόσμον Ιωσήφ Στάλιν! Ο Στάλιν είχε έναν παλιόφιλο από το σχολείο που δούλευε ταμίας στην τράπεζα, ο οποίος πληροφόρησε τον μπολσεβίκο ότι η χρηματαποστολή της 26ης Ιουνίου 1907 θα είχε εκατομμύρια ρούβλια στα κασόνια της. Το πλάνο σχεδιάστηκε στα γρήγορα από τον «Πατερούλη» να χτυπηθεί η άμαξα αιφνιδιαστικά, αν και δεν πήρε μέρος στη ληστεία. Οι ληστές την έστησαν στην κεντρική πλατεία της πόλης ντυμένοι χωρικοί και μόλις αντίκρισαν την άμαξα, έβγαλαν τα πιστόλια τους κατά της κοζάκικης ένοπλης συνοδείας. Ο επίσημος φόρος αίματος μιλά για τρεις νεκρούς και δεκάδες τραυματίες, ενώ η λεία εκτιμήθηκε ακόμα και στις 340.000 ρούβλια, αν και μόνο τα 90.000 ήταν σε μικρά χαρτονομίσματα που μπορούσαν πράγματι να χρησιμοποιηθούν χωρίς να φέρουν τις Αρχές στο κατόπι τους. Οι μπολσεβίκοι προσπάθησαν μετέπειτα να ξεπλύνουν τα υπόλοιπα σε διάφορες απόπειρες στην Ευρώπη, όταν και συνελήφθησαν πολλά υψηλόβαθμα μέλη τους…
Η Μεγάλη Ληστεία του Χρυσού του 1855
Το ημερολόγιο έγραφε 15 Μαΐου 1855 όταν μπόλικες λονδρέζικες φίρμες ξαπέστειλαν χρυσό στα παραρτήματά τους στο Παρίσι. Ο κλειδαμπαρωμένος χρυσός τοποθετήθηκε σε τρένο από το Λονδίνο στο λιμάνι του Φόλκστοουν, μετά πέρασε τα Στενά της Μάγχης και έφτασε στη Βουλώνη, πριν μπει σε νέο συρμό για το Παρίσι. Φτάνοντας ωστόσο η χρηματαποστολή στην Πόλη του Φωτός διαπιστώθηκε πως 91 ολόκληρα κιλά χρυσού έλειπαν και είχαν αντικατασταθεί με μολυβένια σκάγια! Μιλάμε για άλλη μια ξακουστή ληστεία που θα είχε περάσει ατιμώρητη αν τον πρώτο λόγο δεν έπαιρνε και πάλι η απληστία. Κι αυτό γιατί ένας από τους ληστές, κάποιος Έντουαρντ Αγκάρ, συνελήφθη λίγο αργότερα ως πλαστογράφος σε άλλη υπόθεση. Την ώρα που τον ξαπέστελναν λοιπόν σε ποινική αποικία της Αυστραλίας, ζήτησε από τον συνεργό του Γουίλιαμ Πιρς να δώσει το μερίδιό του στο παιδί του, αν και ο Πιρς το κράτησε φυσικά για τον εαυτό του. Μαθαίνοντας τα νέα, ο εξοργισμένος Αγκάρ είπε τα καθέκαστα στις Αρχές (και πήρε χάρη και αμοιβή!). Τέσσερις ήταν λοιπόν οι δράστες της μεγάλης ληστείας και το δυσκολότερο μέρος του σχεδίου τους ήταν το πώς θα αποκτούσαν αντικλείδι για τις κασέλες του χρυσού, καθώς για κάθε κιβώτιο χρειάζονταν δύο κλειδιά, το πρώτο εκ των οποίων φυλασσόταν στο Λονδίνο και το δεύτερο στο Φόλκστοουν. Οι δύο εκ των τεσσάρων συνεργών ήταν βέβαια σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, κι έτσι κατάφεραν τελικά να βγάλουν αντικλείδια. Έχοντας περάσει αρκετούς μήνες στον σχεδιασμό της ληστείας και αφού έκαναν μπόλικες φορές το δρομολόγιο, οι Αγκάρ και Πιρς επιβιβάστηκαν στο μοιραίο τρένο και προσποιούνταν τους πλούσιους επιχειρηματίες. Ο συνεργός τους, φύλακας στο τρένο, κατάφερε να κρύψει στις αποθήκες τα σεντούκια με τον μόλυβδο και η σπείρα έπιασε δουλειά αμέσως μόλις ο συρμός έφυγε από τον σταθμό του Λονδίνου. Μέχρι να φτάσουν στο Φόλκστοουν, ο χρυσός είχε ήδη αντικατασταθεί με το μολύβι. Οι Πιρς και Αγκάρ επιβιβάστηκαν σε άλλο τρένο για το Ντόβερ και ο φύλακας-συνεργός φυγάδευσε εύκολα τον χρυσό σε τρίτο συρμό. Τα πράγματα ήταν τόσο ξεκάθαρα που οι ένορκοι χρειάστηκαν μόλις 10 λεπτά για να τους καταδικάσουν: οι δυο σιδηροδρομικοί έφαγαν 14 χρόνια εξορίας στην Αυστραλία, αλλά ο Πιρς έφαγε μόλις 2 χρόνια για απλή συνέργεια…