Eίναι «πιθανό» το ενδεχόμενο να διαπραχθούν νέες επιθέσεις σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δήλωσε σήμερα από τις Βρυξέλλες ο διευθυντής της Europol Ρομπ Γουάινραϊτ, ο οποίος τόνισε ότι θεωρεί την τρομοκρατική απειλή μετά της επιθέσεις στο Παρίσι ως «την πλέον σοβαρή τα τελευταία 10 χρόνια».
«Μπορούμε να εκτιμήσουμε, χωρίς να υπερβάλουμε, ότι και άλλες επιθέσεις είναι πιθανές» δήλωσε ο Γουάινραϊτ ενώπιον της επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Σχέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και χαρακτήρισε την τρομοκρατική απειλή «την σοβαρότερη εδώ και 10 χρόνια στην Ευρώπη».
Κληθείς από τους ευρωβουλευτές να καταθέσει την άποψή του μετά τις επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι, στις οποίες σκοτώθηκαν 129 άνθρωποι, ο διευθυντής της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol) υπενθύμισε ότι τον Ιανουάριου του 2016 αναμένεται να ανοίξει ένα αντιτρομοκρατικό κέντρο στους κόλπους της Europol «που θα χρηματοδοτείται από πραγματικούς πόρους, το οποίο θα ενισχύει τις δυνατότητές μας στην παρακολούθηση του Διαδικτύου, την παρακολούθηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας με στόχο τον εντοπισμό των όπλων και την διακίνησή τους, όπως επίσης την παρακολούθηση των ξένων μαχητών και των δραστηριοτήτων τους».
Πρόκειται για «υποστήριξη στο επιχειρησιακό έργο» των αρμόδιων αρχών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διευκρίνισε ο ίδιος.
«Δεν είμαστε το ευρωπαϊκό FBI» επισήμανε.
«Έχουμε προσπαθήσει να κινητοποιήσουμε τα Κράτη για να μοιράζονται τα αντιτρομοκρατικά δεδομένα τους μέσω του κόμβου πληροφοριών της Europol» εξήγησε ο Ρομπ Γουάινραϊτ.
«Έχουν καταγραφεί μεγάλες βελτιώσεις τα τελευταία 2 χρόνια (…) όμως δεν έχουμε ακόμη φθάσει στο επιθυμητό επίπεδο».
Για παράδειγμα αναφορικά με την παρακολούθηση των μετακινήσεων των φερόμενων ξένων μαχητών μεταξύ Ευρώπης, Συρίας και Ιράκ, περίπου 10.000 ύποπτοι «έχουν εισέλθει στα κράτη μέλη και τις χώρες εταίρους σε διεθνές επίπεδο» ανέφερε.
«Καταγράφηκε επίσης διπλασιασμός των πληροφοριών που ανταλλάχθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 ετών» συνέχισε ο ίδιος και 2.000 ονόματα έχουν ταυτοποιηθεί ότι ανήκουν σε πραγματικούς μαχητές, οι υπόλοιποι είναι απλά ύποπτοι ή πρόσωπα που διευκολύνουν τις μετακινήσεις τους.
«Στην Ευρώπη γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον 5.000 Ευρωπαίοι υπήκοοι» ταξίδεψαν στη Συρία, είπε ο Γουάινραϊτ.