Η συριακή κυβέρνηση και πολιτοφυλακές που πρόσκεινται σε αυτή έχουν απαγάγει και φυλακίσει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους από το 2011 σε μια εκστρατεία καταναγκαστικών εξαφανίσεων που αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία σε έκθεσή της που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Η οργάνωση προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πήρε συνεντεύξεις από συγγενείς των εξαφανισμένων, οι οποίοι κατήγγειλαν ότι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν μεσάζοντες που είχαν σχέσεις με τις αρχές προκειμένου να μάθουν πληροφορίες για την τύχη των μελών της οικογένειάς τους.
Η Διεθνής Αμνηστία επεσήμανε ότι έχει προσπαθήσει να ρωτήσει τις συριακές αρχές για το θέμα των καταναγκαστικών εξαφανίσεων και αναμένει μια απάντηση.
«Οι καταναγκαστικές εξαφανίσεις στις οποίες επιδίδεται η συριακή κυβέρνηση από το 2011 είναι μέρος μιας οργανωμένης επίθεσης εναντίον του άμαχου πληθυσμού, η οποία είναι διαδεδομένη και συστηματική», τόνισε η οργάνωση.
Χαρακτήρισε μάλιστα αυτές τις ενέργειες εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και ζήτησε από τη Δαμασκό να επιστρέψει την πρόσβαση σε διεθνείς παρατηρητές της Ανεξάρτητης Διεθνούς Επιτροπής Έρευνας για τη Συρία για να αναζητήσουν πληροφορίες για τους κρατούμενους.
Περισσότεροι από 65.000 άνθρωποι, στην πλειονότητά τους πολίτες, έχουν εξαφανιστεί από τον Μάρτιο του 2011 ως τον Αύγουστο του 2015 και εξακολουθούν να αγνοούνται, υπογραμμίζει η Διεθνής Αμνηστία, επικαλούμενη στοιχεία από το Συριακό Δίκτυο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Οι κρατούμενοι συνωστίζονται σε υπερπλήρη, βρώμικα κελιά όπου οι ασθένειες είναι συχνές, ενώ η ιατρική βοήθεια ανύπαρκτη, σημειώνει η οργάνωση, εξηγώντας ότι όσοι κρατούνται υποβάλλονται σε βασανιστήρια με μεθόδους όπως τα ηλεκτροσόκ, οι μαστιγώσεις, τα εγκαύματα και οι βιασμοί.
«Άνθρωποι πεθαίνουν και αντικαθιστώνται», δήλωσε ο Σάλαμ Ότμαν, που κρατούταν από το 2011 ως το 2014.
«Δεν βγήκα από το κελί μου επί τρία ολόκληρα χρόνια, ούτε μία φορά (…) Πολλοί άνθρωποι έπαθαν υστερία και τρελάθηκαν», πρόσθεσε.
Φοβούμενοι για το τι μπορεί να τους συμβεί αν υπέβαλαν επίσημο ερώτημα στην κυβέρνηση, οι συγγενείς των κρατούμενων αναγκάζονται να απευθυνθούν σε μεσάζοντες για να αναζητήσουν πληροφορίες για τους κρατούμενους, όπως για παράδειγμα το πού βρίσκονται και αν είναι ζωντανοί, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία.
Τα χρήματα που αναγκάζονται να δώσουν στους μεσάζοντες κυμαίνονται από εκατοντάδες μέχρι χιλιάδες δολάρια, με κάποιες από τις οικογένειες να αναγκάζονται να πουλήσουν ακόμη και τα σπίτια τους για να συγκεντρώσουν τα χρήματα.
«Οι αναγκαστικές εξαφανίσει έχουν γίνει τόσο συστηματικές στη Συρία που έχει δημιουργηθεί μια μαύρη αγορά με “μεσάζοντες” ή “διαπραγματευτές”, οι οποίοι πληρώνονται κάτω από το τραπέζι (…) από απελπισμένες οικογένειες που προσπαθούν να ξαναβρούν τους συγγενείς τους που έχουν εξαφανιστεί ή ακόμη και να μάθουν αν είναι ζωντανοί», αναφέρεται στην έκθεση.
«Είμαστε βέβαιοι ότι η κυβέρνηση και οι υπεύθυνοι των φυλακών επωφελούνται από τα ποσά που δίνονται σε σχέση με τις εξαφανίσεις αυτές, κάτι το οποίο έχουν επιβεβαιώσει κάποιοι μάρτυρες», δήλωσε η Νικολέτ Μπέλαντ συντάκτρια της έκθεσης.
«Οι πρακτικές αυτές είναι τόσο διαδεδομένες που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η κυβέρνηση δεν τις γνωρίζει και δεν τις προστατεύει, την ώρα που δεν λαμβάνει μέτρα για να τις σταματήσει», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, αντιφρονούντες όπως διαδηλωτές, υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοσιογράφοι, γιατροί και εργαζόμενοι σε οργανώσεις αρωγής είναι μεταξύ των εξαφανισμένων.
Από την πλευρά του ο Φίλιπ Λπούθερ, διευθυντής του προγράμματος της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, τόνισε ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ πρέπει να παραπέμψει το συριακό ζήτημα στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και να επιβάλει στοχευμένες κυρώσεις προκειμένου να ωθήσει τις αρχές να τερματίσουν την πρακτική αυτή.
Εξάλλου πρόσθεσε οι χώρες που υποστηρίζουν τη συριακή κυβέρνηση , κυρίως το Ιράν και η Ρωσία, «δεν μπορούν να κλείνουν τα μάτια μπροστά στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και στα εγκλήματα πολέμου που διαπράττονται ευρέως με την υποστήριξή τους».