Λίγες γραμμές και μετά… η πόρτα της εξόδου: Αυτό το καλοκαίρι, ο αρθρογράφος Καντρί Γκιουρσέλ απολύθηκε με συνοπτικές διαδικασίες για ένα μήνυμα που ανήρτησε στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης Twitter με το οποίο κατέκρινε τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και προστέθηκε στη μακρά λίστα των θυμάτων του πολέμου που έχει εξαπολύσει η τουρκική κυβέρνηση εναντίον του ανεξάρτητου Τύπου.
Την 20ή Ιουλίου, η πόλη Σουρούτς, στα σύνορα με τη Συρία, συγκλονίστηκε από μία επίθεση αυτοκτονίας που στοίχισε την ζωή σε 32 φιλοκούρδους ακτιβιστές. Την ευθύνη της επίθεσης δεν ανέλαβε καμία οργάνωση, όμως σύντομα αποδόθηκε στην τζιχαντιστική οργάνωση Ισλαμικό Κράτος.
Η αντίδραση του επιφανούς δημοσιογράφου της εφημερίδας Milliyet ήταν αιχμηρή. «Είναι ενοχλητικό το γεγονός ότι οι ξένοι αξιωματούχοι επικαλούνται ως βασικό παράγοντα τον τρόμο που ασκεί το Ισλαμικό Κράτος στην Τουρκία προκειμένου να εκφράσουν τα συλλυπητήρια τους μετά το Σουρούτς» είχε γράψει δύο ημέρες μετά ο Καντρί Γκιουρσέλ στο λογαριασμό του στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης.
Όπως και άλλοι, κατηγόρησε τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι υποστηρίζει το Ισλαμικό Κράτος, προκειμένου να επιταχύνει την πτώση του προέδρου της Συρίας Μπασάρ Αλ Άσαντ, μια κατηγορία που ο επικεφαλής του τουρκικού κράτους απορρίπτει.
Η απάντηση από τη διεύθυνση της εφημερίδας ήταν άμεση. Λίγες ώρες μετά το tweet του γνωστού δημοσιογράφου, που αρθρογραφούσε στην εφημερίδα τα τελευταία 8 χρόνια, καταδικάζει την «υπονομευτική του συμπεριφορά» και τον απολύει χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε εσωτερική διαδικασία.
Η εφημερίδα, μετριοπαθής κατά γενική ομολογία, ανήκει στον όμιλο Demirören, ο διευθύνων σύμβουλος του οποίου φημολογείται ότι πρόσκειται στο προεδρικό μέγαρο.
Η υπόθεση Γκιουρσέλ είναι το τελευταίο κατά σειρά σύμβολο των πιέσεων που ασκούνται ολοένα και πιο ασφυκτικά εδώ και χρόνια από τον επικεφαλής του τουρκικού κράτους σε βάρος των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης.
«Ο Ερντογάν θέλει να εγκαθιδρύσει την απόλυτη εξουσία του κόμματός του στην κυβέρνηση. Για να το καταφέρει αυτό, αναζητά τρόπους να κάνει να σωπάσουν οι τελευταίες επικριτικές φωνές που αντηχούν στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης» επισημαίνει ο Γκιουρσέλ.
Αυτές τις τελευταίες εβδομάδες η επανάληψη των πολύνεκρων μαχών μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων και των μαχητών του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν PKK στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας και οι βουλευτικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για την 1η Νοεμβρίου έχουν επιπλέον κλιμακώσει την ένταση μεταξύ των μέσων ενημέρωσης και των αρχών.
Με την κατηγορία ότι οι δημοσιογράφοι της παραποίησαν τις δηλώσεις του Ερντογάν, τα κεντρικά γραφεία της εφημερίδα Hürriyet στην Κωνσταντινούπολη βρέθηκαν στο στόχαστρο πριν από λίγες ημέρες δύο επιθέσεων διαδηλωτών που φώναζαν συνθήματα υπέρ του Τούρκου προέδρου.
Μόλις σήμερα Τούρκοι εισαγγελείς ξεκίνησαν δικαστική έρευνα εναντίον του ομίλου μέσων ενημέρωσης Doğan Media Group για «τρομοκρατική προπαγάνδα». Η εταιρεία Doğan Media ανήκει στον τουρκικό όμιλο εταιρειών Doğan Holding και εκδίδει την μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Hürriyet, ενώ είναι επίσης ιδιοκτήτρια του τηλεοπτικού δικτύου CNN – Türk.
Στον ιστότοπό της η εφημερίδα Hürriyet υποστήριξε ότι η έρευνα της Δικαιοσύνης παρακινήθηκε από ένα εξώφυλλο της φιλοκυβερνητικής εφημερίδας Gunes που είχε κατηγορήσει τον ιδιοκτήτη του ομίλου Doğan, τον Αϊντίν Ντογάν, ότι υποστηρίζει τους αντάρτες.
«Υποστηρίζει ανοικτά τους αντάρτες, τους προστατεύει και προκαλεί το χάος καθώς δημοσιεύει ψευδείς πληροφορίες» υποστηριζόταν στο άρθρο, που δημοσιεύτηκε την περασμένη Πέμπτη.
Η Hürriyet απάντησε σήμερα κάνοντας λόγο για «ιστό ψεμάτων».
«Η κυβέρνηση σκοπεύει να τους κάνει να σωπάσουν πριν από τις εκλογές;» έγραψε στον λογαριασμό του στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης Twitter η εκπρόσωπος της οργάνωσης Human Rights Watch (HRW) στην Τουρκία, Έμμα Σινκλέρ-Ουέμπ, αφότου γνωστοποιήθηκε η έναρξη της δικαστικής έρευνας.
Από την πλευρά του ο εκπρόσωπος τύπου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αρνήθηκε σήμερα να σχολιάσει την έρευνα εναντίον του ομίλου Doğan, ωστόσο έσπευσε να ασκήσει κριτική εναντίον ενός άλλου μέσου, του περιοδικού Nokta.
« Η Τουρκία διεξαγάγει τον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας, ο καθένας πρέπει να τηρήσει τις υποχρεώσεις του με ευαισθησία» τόνισε ο Ιμπραήμ Καλίν, που προσέθεσε: «το να μεταδίδεις, άμεσα ή έμμεσα, προπαγάνδα για λογαριασμό μιας τρομοκρατικής οργάνωσης (…) δεν μπορεί σε οιαδήποτε περίπτωση να σχετίζεται με την ελευθερία του Τύπου».
Μόλις χθες, η τουρκική αστυνομία πραγματοποίησε έφοδο στα γραφεία του περιοδικού Nokta, το τελευταίο τεύχος του οποίου κυκλοφόρησε με εξώφυλλο μια σέλφι –προϊόν φωτομοντάζ– όπου απεικονίζεται ο πρόεδρος Ερντογάν να χαμογελάει με φόντο το φέρετρο ενός στρατιώτη.
Επιπλέον, τρεις ξένοι δημοσιογράφοι, δύο Βρετανοί και ένας Ολλανδός, που κάλυπταν την κουρδική κρίση συνελήφθησαν και απελάθηκαν από την χώρα.
Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου έχει καταδικάσει σφόδρα της επιθέσεις εναντίον της Χουριέτ και ο Ερντογάν έχει επαναλάβει ότι θέλει να ακούει ότι η Τουρκία διαθέτει «τον πλέον ελεύθερο Τύπου του κόσμου».
Ο απολογισμός ωστόσο των ΜΚΟ προάσπισης της ελευθερίας του Τύπου παραμένει άκρως απαισιόδοξος.
«Δεν υπάρχει καμία ελπίδα, η ελευθερία του Τύπου μειώνεται στην Τουρκία» είπε ο Γιουσούφ Κανλί, υπεύθυνος της μη κυβερνητικής οργάνωσης Presse, που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τους δύο τελευταίους μήνες, απαρίθμησε τουλάχιστον 140 απολύσεις δημοσιογράφων.
«Πρόκειται ούτε λίγο ούτε πολύ για μια εκκαθαριστική επιχείρηση» διαβεβαιώνει ο καθηγητής Ασλί Τουντζ, του πανεπιστημίου Bilgi της Κωνσταντινούπολης.
«Διεξαγάγεται από την κυβέρνηση με τη σύμπραξη ορισμένων ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης πριν από τις εκλογές».
«Καθώς προσεγγίζουν οι εκλογές, τα περιθώρια της ελευθερίας των ΜΜΕ συνεχίζουν να μειώνονται με ανησυχητικούς ρυθμούς» διαπιστώνει η Κάριν Ντόιτς Κάρλεκαρ, του PEN American Center.
Και όταν οι πιέσεις δεν επαρκούν, η εξουσία δε διστάζει να προσφεύγει στη Δικαιοσύνη.
Οι μηνύσεις που κατατίθενται για «εξύβριση» πολλαπλασιάζονται εναντίον των δημοσιογράφων που τολμούν να ασκήσουν κριτική στον Ερντογάν.
«Δε μπορούμε να μιλάμε πλέον για ελευθερία του Τύπου σε αυτήν την χώρα» κρίνει ο Κορκμάζ Αλεμντάρ, καθηγητής επικοινωνίας.
«Οι επιθέσεις εναντίον του Τύπου είναι συνεχείς από το 2008» συμπεραίνει ο Καντρί Γκιουρσέλ, «αυτό δεν είναι παρά το τελευταίο κύμα μια προσπάθειας με απώτερο στόχο την πλήρη υποταγή του».