Πώς γίνεται να αφιερώνεις τόσο κόπο και χρόνο για να γράψεις κάτι και κατόπιν να μην το αναγνωρίζεις ως πνευματικό σου παιδί; Ποιες είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δημοφιλείς συγγραφείς έχουν προβεί σε δημόσιες αποκηρύξεις έργων τους, αρνούμενοι να συνδεθεί το όνομά τους να το ορφανό πια βιβλίο; Για τους περισσότερους γραφιάδες, η ολοκλήρωση ενός πονήματος εγείρει αισθήματα αυτοπραγμάτωσης: είχες κάτι να πεις, το είπες και πλέον είναι στην κρίση του κοινού να το υποδεχτεί, εσύ μια φορά το δημιουργικό σου χρέος το πραγμάτωσες. Και τότε κάτι συμβαίνει και προκαλεί τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, με την πρόσκαιρη ευφορία να δίνει τη θέση της στην καταγγελία και την αποκήρυξη του έργου τελικά. Κι αν η σειρά των συγγραφέων που μίσησαν, έκρυψαν ή απλά καμώθηκαν πως ό,τι έγραψαν δεν υπήρχε είναι μακρά, οι παρακάτω περιπτώσεις μέτρησαν τη δική τους ιστορία…
Ίαν Φλέμινγκ: «Ο κατάσκοπος που με αγάπησε»
Η περίοδος του 1961-62 ήταν μια γόνιμη περίοδος για τον Φλέμινγκ: τα μυθιστορήματα με τον Τζέιμς Μποντ μοσχοπουλούσαν και η κινηματογραφική μεταφορά του «Dr. No» είχε μόλις ξεκινήσει. Ο συγγραφέας όμως μόνο χαρούμενος δεν ήταν: είχε πληροφορηθεί ότι τα ενήλικα γραπτά του έπεφταν στα χέρια των παιδιών, που είχαν ήδη ηρωοποιήσει τον Πράκτορα 007. Κι έτσι αποφάσισε να γράψει μια νέα περιπέτεια που να δείχνει τον κατάσκοπο «από την άλλη άκρη της κάννης», σαν διδακτική ιστορία δηλαδή για τον σκοτεινό και καθόλου θελκτικό κόσμο της κατασκοπείας. Το αποτέλεσμα ήταν «Ο κατάσκοπος που με αγάπησε», μια ιστορία που αφηγήθηκε από την πλευρά μιας συνηθισμένης γυναίκας, απαθανατίζοντας τις ζοφερές περιπέτειές της στον κόσμο των πρακτόρων. Ο Τζέιμς Μποντ δεν εμφανίστηκε παρά πολύ μετά τη μέση του βιβλίου και εγκατέλειψε την ιστορία πριν από το τελευταίο κεφάλαιο! Ό,τι κι αν ήθελε να κάνει όμως ο Φλέμινγκ, σίγουρα δεν λειτούργησε και ο κόσμος της λογοτεχνίας «έθαψε » το βιβλίο με βιτριολικές κριτικές. Ενοχλημένος ο συγγραφέας, ανακήρυξε το πείραμά του αποτυχημένο και παρήγγειλε στον εκδοτικό του να μην επανατυπώσει άλλες εκδόσεις του. Το επόμενο τζεϊμσμποντικό μυθιστόρημά του συνέχισε κανονικά, λες και «Ο κατάσκοπος που με αγάπησε» δεν είχε συμβεί ποτέ, και ο Φλέμινγκ συμφώνησε να παραχωρήσει τον τίτλο για την κινηματογραφική ταινία με τον ρητό όρο το σενάριό της να μην έχει να κάνει σε τίποτα με το βιβλίο του…
Στίβεν Κινγκ: «Οργή»
Ο πολυγραφότατος μετρ του τρόμου δεν χρειάζεται σήμερα συστάσεις, αν και δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ποτέ, η «Οργή», αφηγείται την ιστορία ενός σχολιαρόπαιδου που σπέρνει το μακελειό στο σχολείο του, σκοτώνοντας δύο δασκάλους και πιάνοντας ομήρους όλη την τάξη. Ήταν τα χρόνια που συνήθιζε να υπογράφει με το ψευδώνυμο «Ρίτσαρντ Μπάκμαν» και ο λόγος της αποκήρυξης είναι οφθαλμοφανής. Τα περιστατικά με τα σχολιαρόπαιδα που αιματοκυλούν σχολεία των ΗΠΑ πολλά και τραγικά τα τελευταία χρόνια και ο Κινγκ δεν ήθελε στο συγγραφικό του ενεργητικό ένα τέτοιο χρονογράφημα, ιδωμένο μάλιστα από τη σκοπιά του δολοφόνου! Τουλάχιστον ένας έφηβος εκτελεστής αναφέρθηκε ότι είχε στον σχολικό του φωριαμό ένα αντίτυπο της «Οργής», οπότε Κινγκ και εκδότης συμφώνησαν να μην ξανατυπώσουν ποτέ το βιβλίο…
Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι: Το ποιητικό του έργο
Γεννημένος μέσα σε οικογένεια τέχνης και πνεύματος, ο ποιητής και ζωγράφος όταν δεν ίδρυε καλλιτεχνικά κινήματα και συγκλόνιζε τον κόσμο της τέχνης, συνήθιζε να απατά τη σύζυγό του με σωρεία ερωμένων. Η κοπέλα αυτοκτόνησε κάποια στιγμή λόγω των τόσων απιστιών του συζύγου της και ο ίδιος, απαρηγόρητος για τον χαμό της, έθαψε τη μόνη ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή που είχε μάλιστα έτοιμη για έκδοση μέσα στο φέρετρο της γυναίκας του. Ανατριχιαστική και ρομαντική ταυτοχρόνως η κίνησή του, το μετάνιωσε ωστόσο εφτά χρόνια αργότερα και ξέθαψε κάποια στιγμή την εκλιπούσα για να βρει το ποιητικό χειρόγραφο. Παρά το γεγονός ότι τα σκουλήκια είχαν κατασπαράξει αρκετές σελίδες της συλλογής, το μεγαλύτερο μέρος ανασύρθηκε άθικτο και το 1870 βρήκε τον δρόμο της έκδοσης ως «Ποιήματα», αν και δεν θεωρήθηκε κάτι σημαντικό στον κόσμο των γραμμάτων. Έλα όμως που ο συγγραφέας ένιωθε πια τύψεις για την όλη διατάραξη της αιώνιας γαλήνης της συζύγου του και αποκήρυξε τελικά το έργο του…
Νικολάι Γκογκόλ: «Νεκρές Ψυχές»
Ένας από τους γίγαντες των ρωσικών γραμμάτων και σταθερή αναφορά για τους Ναμπόκοφ και Ντοστογιέφσκι, ήταν ήδη αναγνωρισμένος συγγραφέας όταν χάρισε στην ανθρωπότητα το νέο του πόνημα, τις περίφημες «Νεκρές Ψυχές», μια σύγχρονη εκδοχή της «Θείας Κωμωδίας» του Δάντη. Παρά το γεγονός ότι χαιρετίστηκε ως το κορυφαίο του έργο, ο Γκογκόλ το έβλεπε απλώς ως «μια χλομή εισαγωγή στο κορυφαίο επικό ποίημα»! Δεν το πίστευε καθόλου, γι’ αυτό και σκόπευε να το κάνει τριλογία, ώστε να πυροδοτήσει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και να σώσει τη Ρωσία από τον κακό εαυτό της. Και τότε παγιδεύτηκε στα δίχτυα φανατικού ιερέα, ο οποίος τον έπεισε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι το έργο του ήταν ένα βδέλυγμα στα μάτια του Κυρίου! Κι έτσι στις 24 Φεβρουαρίου 1852 ο Γκογκόλ έκαψε το σχεδόν ολοκληρωμένο χειρόγραφο του δεύτερου μέρους των «Νεκρών Ψυχών» και ό,τι σημειώσεις είχε κρατήσει για το τρίτο. Μόλις ελάχιστες σελίδες γλίτωσαν από την πυρά. Κατόπιν σταμάτησε να τρώει και πέθανε εννιά μέρες αργότερα…
Μαρκ Τουέιν: «1601»
Τι θα μπορούσε να είχε γράψει ο «ανίερος» αμερικανός συγγραφέας που να τον κάνει να θέλει να το θάψει; Τίποτα το φοβερό, ένα εγχειρίδιο με πικάντικα ανέκδοτα! Η παρωδία του Τουέιν ήταν μια προσπάθεια να γράψει στην αρχαϊκή, την ίδια στιγμή που ήθελε να διακωμωδήσει τα αυστηρών αρχών ήθη της ελισαβετιανής εποχής. Γύρω από το τζάκι, μια σειρά από ευγενείς συζητούν για τα πάντα, μεταξύ των οποίων η βασίλισσα Ελισάβετ και ο Σέξπιρ, με το σατιρικό πόνημα να είναι κοινωνικά ανάγωγο και να αναγκάζει τον συγγραφέα να το εκδώσει ανώνυμα και να διεκδικήσει την πατρότητά του μόνο έπειτα από 26 χρόνια! Διατηρώντας πάντα αμφιθυμικά αισθήματα για το «1601», ο Τουέιν το έγραψε μεταξύ των δύο μεγάλων αριστουργημάτων του, του «Τομ Σόγιερ» και του «Χάκλμπερι Φιν», και δεν ήθελε πιθανότατα κακή δημοσιότητα στην πιο γόνιμη περίοδό του. Γι’ αυτό και δεν διεκδίκησε την πατρότητά του, καθώς η πλειονότητα των εκδοτικών οίκων τού είχαν κλείσει την πόρτα…
Γουίλιαμ Πάουελ: «Ο τσελεμεντές του αναρχικού»
Το πόνημα του 1970 ενημέρωνε το αναγνωστικό κοινό για πολλές πτυχές του αντάρτικου πόλης, από το πώς να φτιάχνεις μολότοφ μέχρι και το πώς να περνάς λαθραία ναρκωτικά! Παρά το γεγονός ότι πολλές από τις συνταγές για τα εκρηκτικά κοκτέιλ του Πάουελ θα αποδεικνύονταν αργότερα ανακριβείς (και κάποιες επικινδύνως ανακριβείς), το βιβλίο έγινε θρύλος και σταθερή αναφορά στις πωλήσεις, κάτι που θα λυπούσε αφάνταστα τον συγγραφέα του! Ο Πάουελ ήταν ένα 19χρονο οργισμένο νιάτο όταν έγραψε τον «Τσελεμεντέ» του και η προοπτική να στρατολογηθεί και να υπηρετήσει τη θητεία του στο Βιετνάμ τον είχε βγάλει από τα ρούχα του, γι’ αυτό και εξηγούσε με το νι και το σίγμα πώς να κάνεις βίαια εγκλήματα και άλλα πολλά. Αυτά ήταν όμως καμώματα της νιότης και πλέον ο συγγραφέας, πατέρας και καθηγητής, προσπαθεί να αποσυρθεί το βιβλίο του από παντού, την ίδια στιγμή που ικετεύει τους αναγνώστες να μην το διαβάσουν! «Η κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι ότι η βία είναι αποδεκτή ως μέσο για πολιτική αλλαγή. Δεν συμφωνώ πια με αυτό». Δυστυχώς για τον Πάουελ και το αποκηρυγμένο έργο του, τα δικαιώματα ανήκουν στον εκδοτικό του, ο οποίος συνεχίζει να βγάζει πολλά από τη διεθνή πορεία του θρυλικού «Τσελεμεντέ» και δεν έχει κανέναν σκοπό να το αποσύρει από την αγορά. Κι έτσι το μόνο που μπορεί να κάνει ο συγγραφέας είναι τεράστιες εκστρατείες κατά του βιβλίου του!
Φραντς Κάφκα: Ό,τι έγραψε ποτέ
Ο τελειομανής και εσωστρεφής συγγραφέας έκαψε το 90% του συνόλου του έργου του όντας εν ζωή, ζητώντας στο νεκροκρέβατό του από στενό του φίλο να καταστρέψει ό,τι είχε απομείνει από τη μανία του. Ευτυχώς για την ανθρωπότητα, ο Μαξ Μπροντ δεν σεβάστηκε την τελευταία επιθυμία του φίλου του εκδίδοντας αρκετά από τα τελειωμένα έργα του στα επόμενα δέκα χρόνια και φυγαδεύοντας τελικά τα χειρόγραφά του με το τελευταίο τρένο από την Πράγα πριν κλείσουν τα σύνορα οι Ναζί. Την ίδια ώρα, η ερωμένη του Κάφκα φύλαξε τα περισσότερα από 20 σημειωματάριά του σαν κόρη οφθαλμού, αν και έπεσαν τελικά στα χέρια της Γκεστάπο το 1933. Κι όλα αυτά γιατί κανείς δεν σεβάστηκε τις επιθυμίες του Κάφκα, που ήθελε να ρίξει τα πάντα στην πυρά…