Είναι ίσως το πιο διάσημο ναυάγιο σε όλο το κόσμο. Έχει πρωταγωνιστήσει σε 20 τουλάχιστον κινηματογραφικές παραγωγές, έχουν γραφτεί εκατοντάδες βιβλία με την ιστορία του και ακόμη και σήμερα αποκαλύπτονται νέα στοιχεία που προσθέτουν πινελιές στον καμβά της τραγωδίας. Ακόμα και θεωρίες συνωμοσίας έχουν κατά καιρούς δει το φως της δημοσιότητας, με πιο χαρακτηριστική την υπόθεση ότι δεν… βούλιαξε ο «Τιτανικός», αλλά ένα άλλο υπερωκεάνιο της ίδιας εταιρίας το «Olympic», για να καρπωθεί η πλοιοκτήτρια εταιρία την κολοσσιαία αποζημίωση των ασφαλιστικών εταιριών.
Πέρασαν 99 χρόνια από τη δραματική εκείνη νύχτα της 14ης προς τη 15η Απριλίου, όταν το πολυτελές ποντοπόρο επιβατηγό πλοίο συνάντησε τη νέμεσή του στο παρθενικό του ταξίδι.
Με τη μορφή ενός παγόβουνου που έσκισε τα σωθικά του και το καταπόντισε στον πυθμένα της θάλασσας του Βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού σε βάθος περίπου 4 χιλιομέτρων, παρασέρνοντας μαζί του 1.517 επιβάτες και πλήρωμα από το σύνολο των 2.223 ανθρώπων που ταξίδευαν από το Σαουθάμπτον της Βρετανίας στη Νέα Υόρκη, ο «Τιτανικός» έγινε η πιο πολύνεκρη ναυτική τραγωδία της εποχής.
Ο «Τιτανικός», όπως αναφέρει σήμερα και ο Ελεύθερος Τύπος, όχι άδικα χαρακτηρίστηκε ως το πιο πολυτελές υπερωκεάνιο που είχε ναυπηγηθεί μέχρι τότε. Εκτός των τυπικών ανέσεων, ο κατάλογος περιελάμβανε επίσης πισίνες, χαμάμ, οκταμελή ορχήστρα και πληθώρα άλλων παροχών, ιδίως στους επιβάτες της πρώτης θέσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι η πρώτη σουίτα κόστιζε 4.500 δολάρια, όταν ένα σπίτι την ίδια εποχή κόστιζε περίπου 1.000. Όσοι ταξίδεψαν στην Τρίτη θέση, πλήρωσαν 36 δολάρια για απλή μετάβαση στη Νέα Υόρκη.
Το χρονικό της τραγωδίας
Στις 10 Απριλίου του 1912, χιλιάδες άνθρωποι συνέρρευσαν στις αποβάθρες του Σαουθάμπτον να δουν το μεγαλοπρεπές πλοίο να σαλπάρει για το πενθήμερο παρθενικό του ταξίδι. Οι επιβάτες και το πλήρωμα, κρεμασμένοι σαν τσαμπιά από τις κουπαστές, αποχαιρετούσαν, χωρίς να το ξέρουν, για τελευταία φορά, συγγενείς και φίλους. Πριν χαράξει ρότα για τη Νέα Υόρκη, το υπερωκεάνιο έδεσε στο Χερβούργο της Γαλλίας και το Κορκ στην Ιρλανδία για να παραλάβει τους τελευταίους ταξιδιώτες.
Το βράδυ της Κυριακής 14 Απριλίου, ο ουρανός ήταν σκοτεινός, χωρίς φεγγάρι. Η θάλασσα ήταν ήρεμη και ο «Τιτανικός» ταξίδευε άνετα με ταχύτητα 20 περίπου κόμβων, καθώς βρισκόταν σε απόσταση 650 χιλιομέτρων από τις ακτές του Καναδά. Ξαφνικά, οι κραυγές της βάρδιας έσκισαν τον παφλασμό των κυμάτων: «Παγόβουνο μπροστά!». Παρά τις απέλπιδες προσπάθειες να αλλάξουν την πορεία του «Τιτανικού», ο ανατριχιαστικός ήχος του συρσίματος της πλευράς του στον τεράστιο όγκο πάγου, ο οποίος έμοιαζε με εξαώροφη πολυκατοικία πάνω στο νερό, έδειξε ότι η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη και οι συνέπειες τραγικές.
Η ώρα ήταν 11 και 40. Οι μαρκόνηδες του πλοίου, οι χειριστές δηλαδή του τηλέγραφου, άρχισαν να στέλνουν SOS προς κάθε κατεύθυνση. Ο καπετάνιος Σμιθ έδωσε εντολή να ετοιμαστούν σωσίβιες λέμβοι. Σύντομα, οι επιβάτες και το πλήρωμα κατάλαβαν ότι το «αβύθιστο», όπως χαρακτηριζόταν, πλοίο θα χανόταν. Σκηνές αλλοφροσύνης ακολούθησαν. Οι επιβάτες της τρίτης θέσης, εγκλωβισμένοι στα κατώτερα καταστρώματα του πλοίου, περίμεναν μάταια την άδεια να ανέβουν. Οι βάρκες δεν ήταν αρκετές για όλους, παρά το ότι ήταν περισσότερες από όσες όριζαν οι κανονισμοί του Βρετανικού Ναυαρχείου.
Στις 2 και 20 μετά τα μεσάνυχτα όλα είχαν τελειώσει. Οσοι δεν είχαν καταφέρει να επιβιβαστούν στις βάρκες είτε παρασύρθηκαν στην άβυσσο είτε πέθαναν από υποθερμία, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, καθώς η θερμοκρασία της θάλασσας άγγιζε τους 0 βαθμούς.
Στις 4 και 10 τα ξημερώματα το ατμόπλοιο «Καρπάθια», που είχε λάβει το δραματικό σήμα σωτηρίας, άρχισε την περισυλλογή των επιζώντων και των νεκρών που επέπλεαν ακόμα ανάμεσα στα συντρίμμια που άφησε πίσω του το ναυάγιο. Όταν έφτασε στη Νέα Υόρκη στις 18 Απριλίου, ένα βουβό πλήθος περίμενε στη προκυμαία. Η είδηση κυκλοφόρησε αστραπιαία, το ίδιο και οι δραματικές ιστορίες των επιζώντων. Από εκεί ξεκίνησε ο μύθος του «Τιτανικού», πολλές φορές μπλέκοντας της αλήθεια με τερατολογίες και διατηρώντας για 100 σχεδόν χρόνια αμείωτο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.