Οι επιστήμονες που εξερευνούν τα βάθη της Ερυθράς Θάλασσας ανακάλυψαν φυσικές παγίδες θανάτου στον πυθμένα της.

Βρήκαν αλμυρές λίμνες σχεδόν 4.000 πόδια κάτω από την επιφάνεια του Κόλπου του Άκαμπα, οι οποίες είναι έως και 10 φορές πιο αλμυρές από το κανονικό θαλασσινό νερό και στερούνται οξυγόνου, σκοτώνοντας ουσιαστικά κάθε ζωή που εισέρχεται σε αυτές.

Οι ερευνητές υποθέτουν ότι αυτά τα ακραία περιβάλλοντα μιμούνται τις σκληρές συνθήκες της πρώιμης Γης, ιδιαίτερα στα βάθη της θάλασσας όπου η ζωή μπορεί να εμφανίστηκε για πρώτη φορά.

Όπως αναφέρει η Daily Mail οι αλμυρές λίμνες είναι σπάνιες, με μόνο περίπου 40 να έχουν ανακαλυφθεί στην Ερυθρά Θάλασσα, τη Μεσόγειο και τον νεοανακηρυγμένο Κόλπο της Αμερικής.

Η ομάδα σημείωσε ότι οι λίμνες λειτουργούν επίσης ως γεωλογικές κάψουλες, διατηρώντας αρχεία του παρελθόντος του Κόλπου του Άκαμπα λόγω των αδιάκοπων ιζημάτων.

Συνεπώς, θα μπορέσουν να δώσουν πληροφορίες για τσουνάμι, κατακλυσμιαίες πλημμύρες και σεισμούς στην περιοχή που συνέβησαν χιλιάδες χρόνια πριν.

Οι αλμυρές λίμνες βρέθηκαν σε μια περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, η οποία πιστεύεται ότι είναι εκεί όπου ο Μωυσής άνοιξε τα νερά, οδηγώντας τους Ισραηλίτες στην Γη της Επαγγελίας.

«Οι Αλμυρές Λίμνες NEOM, όπως τις ονομάζουμε, επεκτείνουν τη γνωστή γεωγραφική περιοχή των αλμυρών λιμνών της Ερυθράς Θάλασσας και αντιπροσωπεύουν ένα μοναδικό περιβαλλοντικό αποθετήριο για τα ιζηματογενή σήματα κλιματικών και τεκτονικών γεγονότων στην περιοχή», είπαν οι ερευνητές.

Ο Κόλπος του Άκαμπα θεωρείται μυστήριος, λόγω των μοναδικών γεωλογικών χαρακτηριστικών του, όπως τα ακραία βάθη, η ηφαιστειακή δραστηριότητα και οι ασυνήθιστες θερμοκρασιακές διακυμάνσεις στα βάθη.

Η περιοχή είναι μια ελλειπτική λωρίδα της Ερυθράς Θάλασσας που χωρίζει την Αιγυπτιακή Σινά από τη Σαουδική Αραβία και μερικοί ειδικοί πιστεύουν ότι είναι εκεί που ο Μωυσής άνοιξε τα νερά.

Η Βίβλος αναφέρει επίσης ότι οι Ισραηλίτες ταξίδευαν μέσα στην έρημο πριν φτάσουν στη θάλασσα, και μερικές διαδρομές κοντά στον Άκαμπα μπορεί να ταιριάζουν με την περιγραφή.

Οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Φλόριντα ανακάλυψαν ένα άλλο μυστήριο κατά την εξερεύνηση των βαθέων υδάτων με ένα τηλεχειριζόμενο υποβρύχιο όχημα (ROV) για έξι εβδομάδες.

Ο καθηγητής Σαμ Πέρκις είπε: «Ήμασταν πολύ τυχεροί. Η ανακάλυψη έγινε στα τελευταία πέντε λεπτά της δέκαωρης κατάδυσης με το ROV που μπορούσαμε να αφιερώσουμε σε αυτό το έργο». Πιο συγκεκριμένα το ROV εντόπισε «ένα έρημο βυθό καλυμμένο με λάσπη» στα τελευταία εκείνα λεπτά, οδηγώντας τους ερευνητές στις αλμυρές λίμνες.

Επειδή αυτή η άλμη είναι τόσο πυκνή, παραμένει στον πυθμένα της θάλασσας και δεν μπορεί εύκολα να αναμιχθεί με το γύρω αλμυρό νερό.

Ενώ τα περισσότερα έμβια όντα θα χάνονταν την στιγμή που θα εισέρχονταν σε αυτές, οι επιστήμονες εντόπισαν εξτρεμοφιλικούς προκαρυώτες να ευδοκιμούν. Πρόκειται για μονοκύτταρους οργανισμούς που ζουν σε ακραία περιβάλλοντα με συνθήκες όπως υψηλή θερμοκρασία, πίεση, αλμυρότητα, οξύτητα ή ακτινοβολία.

Η ομάδα βρήκε επίσης βακτήρια τα οποία μετατρέπουν το θειικό σε ενέργεια. Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι αυτά τα βακτήρια έχουν μειώσει τα επίπεδα θειικών στον Κόλπο του Άκαμπα τόσο πολύ, ώστε ο λόγος θειικών προς χλωρίδια στην άλμη να είναι ο χαμηλότερος που έχει καταγραφεί ποτέ στην περιοχή.

Αυτό σημαίνει ότι τα βακτήρια παίζουν μεγάλο ρόλο στην αλλαγή της χημικής σύνθεσης του νερού.

Ενώ τα περισσότερα πλάσματα δεν μπορούν να ζήσουν στις λίμνες, πολλά παραμένουν κοντά σε αυτές λόγω των βακτηρίων που δημιουργούν πηγές τροφής για αυτά. Η ομάδα εντόπισε βδέλλες, γαρίδες και μαλάκια.

Η ομάδα πιστεύει επίσης ότι οι λίμνες θα μπορούσαν να προσφέρουν ενδείξεις για τη ζωή σε άλλους πλανήτες, όπως ανέφεραν στη μελέτη.

Ο Πέρκις είπε στο Live Science: «Η τρέχουσα κατανόησή μας είναι ότι η ζωή εμφανίστηκε στη Γη στα βάθη της θάλασσας, σχεδόν σίγουρα σε άνυδρες, χωρίς οξυγόνο συνθήκες. Οι βαθιές αλμυρές λίμνες είναι ένα χαρακτηριστικό για την πρώιμη Γη. Παρά το γεγονός ότι είναι στερούμενες οξυγόνου και υπερβολικά αλμυρές, είναι γεμάτες με μια πλούσια κοινότητα από τα λεγόμενα «εξτρεμοφιλικά» μικρόβια.