Στο κέντρο της Βηρυτού, που σείεται από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς των νοτίων προαστίων της, η συρροή των εκτοπισμένων, που έχουν έρθει από τα προπύργια της Χεζμπολάχ, προκαλεί εντάσεις και πανικό, ξυπνώντας το δαίμονα των κοινοτικών εντάσεων.
Αφού υποδέχθηκε στο διάμερισμά της στη Βηρυτό μια οικογένεια η οποία είχε διαφύγει από τα νότια προάστια, που αποτελούν προπύργιο του σιιτιιού κινήματος, η Χριστίνα αναγκάσθηκε να τους ζητήσει να φύγουν: οι γείτονές της φοβούνταν ότι μέλη της οικογένειας μπορεί να ανήκαν στην Χεζμπολάχ και να παρακολουθούνται από το Ισραήλ.
«Οι γείτονές μας πανικοβλήθηκαν, άρχισαν να ρωτάνε», αφηγείται αυτή η 30χρονη γυναίκα που αρνείται να πει το επώνυμό της.
«Υπάρχουν αυξανόμενες εντάσεις και αυξανόμενη καχυποψία έναντι των εκτοπισμένων επειδή ανήκουν στην ίδια κοινότητα (σ.σ.: τη σιιτική) με τη Χεζμπολάχ», εξηγεί.
Μολονότι ο σχηματισμός αυτός, ο μόνος που δεν κατέθεσε τα όπλα μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1975-1990), χαίρει απέραντης υποστήριξης στους κόλπους της κοινότητάς του και έχει σημαντική επιρροή στη διακυβέρνηση της χώρας, πολλοί Λιβανέζοι τον κατηγορούν ότι έσυρε τη χώρα σε ένα πόλεμο με το Ισραήλ.
Η σύγκρουση, που άρχισε πριν από ένα χρόνο με το άνοιγμα από τη Χεζμπολάχ, σύμμαχο της παλαιστινιακής Χαμάς, ενός μετώπου εναντίον του Ισραήλ, μετατράπηκε από τις 23 Σεπτεμβρίου σε ανοιχτό πόλεμο, με τον ισραηλινό στρατό να σφυροκοπά τα προπύργια του φιλοϊρανικού κινήματος στο νότιο και τον ανατολικό Λίβανο και στα νότια προάστια της πρωτεύουσας.
Οι βομβαρδισμοί σκότωσαν περισσότερους από 1.100 ανθρώπους, σύμφωνα με καταμέτρηση του Γαλλικού Πρακτορείου βασισμένη σε επίσημα στοιχεία, ενώ οι εκτοπισμένοι ανέρχονται σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο.
Δεκάδες χιλιάδες απ’ αυτούς έχουν συρρεύσει στην πρωτεύουσα. Έχουν καταλύσει στα σχολεία ή κοιμούνται ακόμα και στο δρόμο.
Μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, το πρόσωπο της Βηρυτού άλλαξε, με μεγαλύτερα μποτιλιαρίσματα παρά ποτέ στην κυκλοφορία και με τα σκουπίδια να ξεχειλίζουν από τους κάδους.
Μια 58χρονη νοικοκυρά, η οποία δεν θέλει να πει το όνομά της, αφηγείται το φόβο που κατέλαβε τη γειτονιά μετά την άφιξη στην πολυκατοικία μιας πολύ θρησκευόμενης οικογένειας.
Οι γυναίκες ήταν καλυμμένες στα μαύρα από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Όμως η οικογένεια δεν έχει κάποια πολιτική ένταξη, λέει η γυναίκα, «είναι απλώς θρησκευόμενοι».
«Βλέπουμε όλο και περισσότερες γυναίκες με τσαντόρ, γενειοφόρους και νέους ντυμένους στα μαύρα, δεν είμαστε συνηθισμένοι σ’ αυτό» στο κέντρο της Βηρυτού, προσθέτει.
«Οι άνθρωποι κοιτάζονται με καχυποψία στο δρόμο», συνεχίζει, αναγνωρίζοντας πως έχει και η ίδια επηρεαστεί από την περιρρέουσα παράνοια.
Στη διάρκεια επίσκεψής της σε μια φίλη, είδε γενειοφόρους άνδρες στο μπαλκόνι ενός διαμερίσματος που φιλοξενούσε εκτοπισμένους. Συντόμευσε τότε την επίσκεψή της, φοβούμενη ότι μπορεί να είναι μέλη της Χεζμπολάχ και συνεπώς εν δυνάμει στόχοι ισραηλινού πλήγματος.
Έξω από τη Βηρυτό, οι εντάσεις έχουν αυξηθεί επίσης σ’ αυτή τη μικρή χώρα των σχεδόν έξι εκατομμυρίων κατοίκων με τα πολλά θρησκεύματα, όπου οι πληγές του εμφύλιου πολέμου δεν έχουν ακόμα επουλωθεί.
Τα ισραηλινά πλήγματα στοχοθέτησαν εκτοπισμένους έξω από τα παραδοσιακά προπύργια της Χεζμπολάχ, όπως στο χωριό Μπαανταράν, στο βουνό των Δρούζων.
«Στην αρχή οι άνθρωποι νοίκιαζαν σπίτια σε οποιονδήποτε, αλλά τώρα είναι πολύ πιο επιφυλακτικοί», λέει ο Ιμάντ, ένας 68χρονος κάτοικος ενός χωριού Δρούζων που αρνείται να πει το επώνυμό του.
Ο Ελί, ο οποίος δεν θέλει ούτε αυτός να πει το επώνυμό του, λέει ότι κανένας στο χριστιανικό χωριό του κοντά στη Βηρυτό δεν νοίκιασε στους εκτοπισμένους.
«Οι άνθρωποι φοβούνται επειδή δεν μπορούμε να ξέρουμε αν υπάρχουν ανάμεσά τους μέλη της Χεζμπολάχ», λέει αυτός ο τριαντάχρονος στο Γαλλικό Πρακτορείο. «Φοβούνται επίσης μήπως οι εκτοπισμένοι εγκατασταθούν μόνιμα».
Στη Βηρυτό, εκτοπισμένοι παραβίασαν εισόδους και εισήλθαν σε άδεια κτίρια αναζητώντας καταφύγιο και φέρνοντας και πάλι στο νου τις κακές αναμνήσεις του εμφύλιου πολέμου που είχε στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 150.000 ανθρώπους.
«Ένας πολύ μικρός αριθμός εκτοπισμένων κατέλαβαν ιδιωτικές ιδιοκτησίες», είχε ανακοινώσει πριν από μερικές ημέρες η αστυνομία, διαβεβαιώνοντας ότι λαμβάνει μέτρα για να τους «απομακρύνει» και να βρει μια λύση για τη φιλοξενία τους.
Ο Ριάντ, ένας 60χρονος επιχειρηματίας που ζει στο εξωτερικό, αφηγείται ότι η κουνιάδα του φυλάει το διαμέρισμά τους από ενδεχόμενους καταληψίες.
«Το ζήσαμε στα χρόνια του 70 και του 80», όταν ένοπλες ομάδες καταλάμβαναν ιδιοκτησίες για να τις δώσουν σε μέλη της κοινότητάς τους, αφηγείται.
«Κάποιοι χρειάστηκαν δέκα χρόνια για να πάρουν πίσω το σπίτι τους… Γι’ αυτό οι άνθρωποι πανικοβάλλονται», προσθέτει. «Έχει ήδη συμβεί, θα συμβεί και πάλι».
Πηγή: ΑΠΕ