Στα λιμάνια των ΗΠΑ ενδεχομένως πραγματοποιηθεί μεγάλη απεργία τις επόμενες μέρες, γεγονός που θα οδηγούσε σε νέα αύξηση των ήδη υψηλών τιμών και κρίση στην αλυσίδα εφοδιασμού.
Άμεσα θα πλήττονταν η αμερικανική αγορά σε ένα τέτοιο σενάριο, ωστόσο δεν θα έμεναν και ανεπηρέαστα τα υπόλοιπα κράτη, καθώς οι κινητοποιήσεις απειλούν το 41% των λιμανιών της Αμερικής. Ενδεικτικά, η τελευταία μεγάλη απεργία έγινε το 2002 στη δυτική ακτή και είχε διάρκεια 11 ημερών, με τις απώλειες να αγγίζουν το 1 δισεκατομμύριο δολάρια ημερησίως.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, το πρόβλημα υπάρχει από το 2021 και αφορά χιλιάδες συμβάσεις εργαζομένων σε λιμάνια που λήγουν στις 30 Σεπτεμβρίου. Η Διεθνής Ένωση Λιμενεργατών προειδοποίησε ότι τα 25.000 μέλη της θα απεργήσουν, εάν το συνδικάτο δεν καταλήξει σε νέα συμφωνία με την Αμερικανική Ναυτιλιακή Συμμαχία, η οποία εκπροσωπεί τους μεταφορείς και τους διαχειριστές θαλάσσιων τερματικών σταθμών.
Η σύμβαση καλύπτει όλα τα λιμάνια μεταξύ του Μέιν και του Τέξας, συμπεριλαμβανομένων της Νέας Υόρκης, της Σαβάνα, του Χιούστον, του Μαϊάμι και της Νέας Ορλεάνης. Μάλιστα, τα συγκεκριμένα λιμάνια δέχονται το 41% του όγκου των εμπορευματοκιβωτίων που εισέρχονται στις ΗΠΑ, οπότε το κλείσιμο τους θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις για την αμερικανική οικονομία και όχι μόνο.
Οι συνομιλίες κατέρρευσαν τον Ιούνιο και έκτοτε οι επικεφαλής των επιχειρήσεων δεν έχουν προσπαθήσει να διαπραγματευτούν με τους εργάτες, πιστεύοντας ότι θα παρέμβει το κράτος, όπως έγινε το 2022 με τους σιδηροδρόμους. Εντούτοις, ο Τζο Μπάιντεν φέρεται να αφήνει πάνω τους την ευθύνη, γιατί αρκετοί λιμενεργάτες στηρίζουν τους Δημοκρατικούς και αναμένεται να ψηφίσουν την Κάμαλα Χάρις στις επερχόμενες εκλογές.
Με βάση το δημοσίευμα, το λιανεμπόριο εμφανίζεται λίγο πιο ανθεκτικό σε περίπτωση κρίσης στην εφοδιαστική αλυσίδα, λόγω της ανάλογης εμπειρίας που βίωσε κατά την περίοδο της πανδημίας. Ωστόσο, άλλες επιχειρήσεις, όπως κατασκευαστές μαζικών καταναλωτικών προϊόντων θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα.
«Μια απεργία μερικών ημερών, μπορεί να κοστίσει δισεκατομμύρια δολάρια την ημέρα και να πάει πίσω τον ανεφοδιασμό τουλάχιστον έξι μήνες… Αυτόματα το κόστος θα επιβαρύνει τον καταναλωτή και αυτό δεν θα αρέσει σε κανέναν, ειδικά την περίοδο που ήδη ανεβαίνουν οι τιμές», είπε ένα άτομο από το χώρο της αγοράς.