Θα ακούσει το Ισραήλ την προειδοποίηση να μην προχωρήσει σε χερσαία επίθεση ευρείας κλίμακας στη Ράφα; Η απάντηση μένει να δοθεί, πάντως, σχεδόν έξι μήνες έπειτα από το ξέσπασμα του πολέμου ανάμεσα στον ισραηλινό στρατό και τη Χαμάς, η Ουάσιγκτον παίρνει πλέον εμφανώς τις αποστάσεις της από έναν από τους στενούς συμμάχους της.
Οι ΗΠΑ επέλεξαν την αποχή τη Δευτέρα, κατά την ψηφοφορία που διεξήχθη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, επιτρέποντας έτσι για πρώτη φορά την υιοθέτηση στη θεωρία νομικά δεσμευτικής απόφασης που απαιτεί άμεση κατάπαυση του πυρός στη Λωρίδα της Γάζας.
Πυροδοτώντας την οργή του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος ακύρωσε την επίσκεψη ισραηλινής αντιπροσωπείας στην Ουάσιγκτον για να συζητηθούν ακριβώς οι αμερικανικές ανησυχίες σχετικά με την επίθεση στη Ράφα, στο νότιο άκρο του παλαιστινιακού θυλάκου, μεγάλο μέρος του οποίου μετατράπηκε σε σορούς από συντρίμμια εξαιτίας του πολέμου.
Ανώτερος αμερικανός αξιωματούχος είπε πάντως χθες πως οι υπηρεσίες του ισραηλινού πρωθυπουργού Νετανιάχου ενημέρωσαν πως «θα ήθελαν να συμφωνηθεί νέα ημερομηνία» για να οργανωθούν οι συνομιλίες αυτές.
Η Ουάσιγκτον έχει εναντιωθεί δημόσια και επανειλημμένα στους ισραηλινούς σχεδιασμούς για την επίθεση στη Ράφα, όπου έχει καταφύγει το μεγαλύτερο μέρος των Γαζαίων, που εγκατέλειψε για να σωθεί από τους βομβαρδισμούς και τις μάχες άλλους τομείς του θυλάκου, ειδικά στον βορρά.
Ήδη σε άβολη θέση καθώς ο απολογισμός των θυμάτων στη Λωρίδα της Γάζας έχει ξεπεράσει τους 32.000 νεκρούς, που ήταν στη μεγάλη πλειονότητά τους άμαχοι, οι ΗΠΑ επιμένουν να προειδοποιούν εναντίον νέων μαζικών απωλειών των ζωών αμάχων και της περαιτέρω απομόνωσης του Ισραήλ και προτείνουν «εναλλακτικές» στη χερσαία επίθεση στη Ράφα, το κατά τον πρωθυπουργό Νετανιάχου «τελευταίο οχυρό» της Χαμάς.
«Το είδος της αποστολής που θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε είναι μια περιορισμένη εκστρατεία, πολύ πιο στοχευμένη που παρ’ όλ’ αυτά θα επιτύγχανε τους ίδιους στόχους, αλλά χωρίς να προκαλέσει μαζικά κακό στον άμαχο πληθυσμό», δήλωσε χθες ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Μάθιου Μίλερ.
Ωστόσο ο κ. Νετανιάχου προειδοποίησε πως θα διατάξει επιχείρηση στη Ράφα με ή χωρίς την πολιτική υποστήριξη των ΗΠΑ, ενώ μάλιστα ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν βρισκόταν στο Τελ Αβίβ.
Για τον Στίβεν Γουέρθαϊμ, ερευνητή του Carnegie Endowment for International Peace, οι ΗΠΑ «προσπαθούν να περιορίσουν τις ζημιές που θα προκαλούσε τέτοια επιχείρηση» στη Ράφα, που ήδη βομβαρδίζεται εντατικά εδώ μέρες, όπως μεταδίδει το Γαλλικό Πρακτορείο και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
«Κανένας απτός αντίκτυπος»
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ υποστήριξε σθεναρά και χωρίς καμιά παρέκκλιση το Ισραήλ από την αρχή του πολέμου, έναυσμα του οποίου ήταν άνευ προηγουμένου επίθεση της Χαμάς σε νότιους τομείς της επικράτειάς του, και συνεχίζει να εφοδιάζει τον ισραηλινό στρατό με όπλα και πυρομαχικά.
Αλλά, εξαιτίας του τεράστιου αριθμού απωλειών στις τάξεις του άμαχου πληθυσμού και τη δραματική ανθρωπιστική κατάσταση, αύξησε την πίεση στο Ισραήλ, καλώντας ιδίως να επιτρέψει να παραδίδεται περισσότερη ανθρωπιστική βοήθεια.
Εξάλλου, η Ουάσιγκτον ανέβασε τον τόνο και πρόσφατα επέβαλε κυρώσεις σε κάποιους εποίκους που κατηγορούνται για βίαια επεισόδια στη Δυτική Όχθη, παλαιστινιακό έδαφος υπό ισραηλινή κατοχή από το 1967.
«Η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδιώξει ολοένα περισσότερο να πάρει τις αποστάσεις της από το Ισραήλ και πάνω απ’ όλα από τον Νετανιάχου», κατά το Μάικλ Σιγκ του Washington Institute.
Όμως ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει πει καθαρά και επανειλημμένα πως δεν θα χρησιμοποιήσει τον βασικό μοχλό πίεσης που έχει στα χέρια του — τη στρατιωτική βοήθεια.
Η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας «στέλνει σινιάλο, όμως δεν έχει κανέναν απτό αντίκτυπο στη δυνατότητα του Ισραήλ να συνεχίσει» αυτόν τον πόλεμο, υπογράμμισε ο κ. Σιγκ, ενώ η επιβολή περιορισμών στους εξοπλισμούς «θα είχε πολύ υψηλότερο κόστος» σε στρατηγικό και πολιτικό επίπεδο.
Η κυβέρνηση του Δημοκρατικού προέδρου Μπάιντεν έχει χαώδεις διαφορές απόψεων από αυτή του ισραηλινού πρωθυπουργού Νετανιάχου, που χαρακτηρίζεται «η πιο δεξιά» στην ιστορία του Ισραήλ.
Δεν θα υπάρξει «μεταβολή»
Πέρα από τον τρόπο που διεξάγεται ο πόλεμος, οι δυο κυβερνήσεις διαφωνούν επίσης θεμελιωδώς για την επόμενη ημέρα του πολέμου. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θέλει να δει να ξεκινά διαδικασία προς την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους. Αυτή του πρωθυπουργού Νετανιάχου δεν είναι διατεθειμένη ούτε καν να συζητήσει τέτοιο ενδεχόμενο.
Ο ηγέτης της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σούμερ, αφοσιωμένος υποστηρικτής του Ισραήλ, στενός συνεργάτης του προέδρου Μπάιντεν, προκάλεσε σάλο κατηγορώντας προ ημερών προσωπικά τον κ. Νετανιάχου και καλώντας να διεξαχθούν εκλογές στο Ισραήλ κατά τη διάρκεια παρέμβασής του που ο αμερικανός πρόεδρος χαρακτήρισε «καλή ομιλία».
Αμερικανοί αξιωματούχοι έσπευσαν να διαβεβαιώσουν πως ο Τσακ Σούμερ δεν εκφράστηκε εξ ονόματος της κυβέρνησης. Ωστόσο εκκρεμεί να απαντηθεί το ερώτημα αν απλούστατα είπε μεγαλόφωνα αυτά που λέγονται χαμηλόφωνα στην κυβέρνηση Μπάιντεν.
Μερικούς μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, ο Τζο Μπάιντεν δέχεται ολοένα μεγαλύτερη πολιτική πίεση, όχι μόνο από τον αμερικανικό μουσουλμανικό και αραβικό πληθυσμό, αλλά και από τους νέους ψηφοφόρους και από την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου Gallup που δημοσιοποιήθηκε χθες, μόλις το 36% των Αμερικανών εγκρίνει το πώς δρα το Ισραήλ, από 50% τον Νοέμβριο.
Ο Τζέιμς Ράιαν, εκτελεστικός διευθυντής του Middle East Research and Information Project, αναμένει οι «επικρίσεις να γίνουν σκληρότερες», πάντως σε καμία περίπτωση μεγάλη στροφή, «μεταβολή» των ΗΠΑ όσον αφορά την υποστήριξή τους στο Ισραήλ.