Η προεδρία της Αργεντινής ανακοίνωσε την περασμένη Κυριακή (10/03) ότι στέλνει την ομοσπονδιακή αστυνομία στη Ροσάριο, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, στο πλαίσιο του αγώνα εναντίον της διακίνησης ναρκωτικών, έπειτα από τέσσερις δολοφονίες πολιτών από «ναρκωτρομοκράτες».
Κατόπιν αιτήματος του κυβερνήτη Μαξιμιλιάνο Πουζάρο, «η ομοσπονδιακή αστυνομία, η χωροφυλακή, το λιμενικό σώμα, η αστυνομία αερολιμένων και η υπηρεσία φυλακών θα βοηθήσουν την αστυνομία (της επαρχίας) Σάντα Φε στον αγώνα εναντίον της διακίνησης ναρκωτικών», ανέφεραν οι υπηρεσίες του προέδρου Χαβιέρ Μιλέι μέσω X.
Η κυβέρνηση είναι αντιμέτωπη με «οργάνωση ναρκωτρομοκρατών έτοιμων για όλα, προκειμένου να διατηρήσουν την εξουσία και την ατιμωρησία τους», πρόσθεσε ο Μιλέι μέσω του προσωπικού του λογαριασμού στο X.
«Δεν θα σταματήσουμε να τους καταδιώκουμε διότι ξέρουμε πως είναι ή αυτοί ή εμείς», πρόσθεσε.
Η πόλη των 1,3 εκατ. κατοίκων έχει τον υψηλότερο δείκτη ανθρωποκτονιών στη χώρα (22 ανά 100.000 κατοίκους).
Το μέτρο προβλέπει επίσης κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων, που θα επιφορτιστούν με την παροχή υποστήριξης σε όρους «οπλοστασίου, επιμελητείας, μεταφορών και επικοινωνιών», εντός των ορίων της νομοθεσίας για την εσωτερική ασφάλεια.
Η ανακοίνωση της κυβέρνησης ακολουθεί έκρηξη βίας στην πόλή που βρίσκεται 300 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Μπουένος Άιρες, όπου δυο οδηγοί ταξί, οδηγός λεωφορείου και εργαζόμενος σε πρατήριο καυσίμων δολοφονήθηκαν σε μια εβδομάδα.
Η κυβέρνηση της επαρχίας Σάντα Φε εξήγησε ότι οι επιθέσεις αυτές αποτελούσαν αντίδραση στη σκλήρυνση των συνθηκών κράτησης των πιο γνωστών φυλακισμένων στα σωφρονιστικά καταστήματα της επαρχίας.
Πόλεμος εναντίον του κυβερνήτη
«Δεν θα διστάσουμε να χαρακτηρίσουμε τρομοκράτες εκείνους που βρίσκονται πίσω από αυτές τις πράξεις και αυτούς που τις εκτελούν με σκοπό να ανακτήσουν τα προνόμιά τους: να έχουν κινητά τηλέφωνα, συζυγικές επισκέψεις χωρίς όρια, και πάνω απ’ όλα να μπορούν να οργανώνουν και να διαπράττουν εγκλήματα μέσα από τη φυλακή», ανέφερε χθες το γραφείο του κυβερνήτη της επαρχίας σε ανακοίνωσή του.
Στην περίπτωση του δολοφονημένου εργαζομένου σε πρατήριο καυσίμων, οι δράστες άφησαν σημείωμα, στο οποίο τόνιζαν πως «δεν πρόκειται για πόλεμο για εδάφη», αλλά για πόλεμο εναντίον του νέου κυβερνήτη της επαρχίας, του Μαξιμιλιάνο Πουζάρο, και του επαρχιακού υπουργού Ασφαλείας Πάμπλο Κοκοτσιόνι.
Απαίτησαν επίσης τον σεβασμό «των δικαιωμάτων των κρατούμενων στις φυλακές της πόλης» και απείλησαν να «σκοτώσουν κι άλλους αθώους», τονίζοντας πως «δεν έχουν την πρόθεση να διαπραγματευτούν».
Αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Δεκέμβριο, ο Μαξιμιλιάνο Πουζάρο επιδιώκει να καταστήσει δραστικά αυστηρότερες τις συνθήκες κράτησης στην επαρχία του. Ο ίδιος λέει πως δέχθηκε 25 απειλές κατά της ζωής του μέσα στους πρώτους δυο μήνες της θητείας του.
Ο κ. Πουζάρο μοιάζει να επενδύει πολιτικά στην οικοδόμηση φυλακής υψίστης ασφαλείας και δεν διστάζει να αναδημοσιεύει φωτογραφίες στις οποίες εικονίζονται κρατούμενοι με γυμνούς τους κορμούς, παραταγμένοι στο έδαφος, με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, φρουρούμενοι από βαριά οπλισμένους αστυνομικούς.
Σκηνές με άλλα λόγια παρόμοιες με αυτές που αναπαράγονται στο Σαλβαδόρ και στον Ισημερινό από τους προέδρους Ναγίμπ Μπουκέλε και Ντανιέλ Νομπόα, οι οποίοι προβάλλουν επίσης συστηματικά οπτικό υλικό αυτής της φύσης στο πλαίσιο των εκστρατειών τους κατά του εγκλήματος.