Ύστερα από 50 ημέρες αιχμαλωσίας, κλειδωμένα σε ένα δωμάτιο, τα έφηβα αδέλφια Noam και Alma Or ήρθαν αντιμέτωπα με μια νέα φρίκη. Αφού τους υποδέχθηκαν οι παππούδες τους και τους εξέτασαν σε ένα νοσοκομείο, έμαθαν τα οδυνηρά νέα ότι η μητέρα τους, Yonat, είχε σκοτωθεί και ο πατέρας τους, Dror, ήταν αγνοούμενος.
Ο Noam, 16 ετών, και η Alma, 13 ετών, κρατούνταν αιχμάλωτοι σε ένα δωμάτιο στη Γάζα μαζί με μία ακόμη όμηρο – μια 39χρονη γυναίκα με την οποία είχαν αναπτύξει στενό δεσμό.
Ο Ahal Besorai, θείος των εφήβων, δήλωσε στον Guardian ότι ήταν δύσκολο για την οικογένεια να μεταφέρει τα νέα το βράδυ του Σαββάτου, λίγες ώρες μετά την απελευθέρωση των παιδιών στο πλαίσιο της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς.
«Δυστυχώς, δεν γνώριζαν ότι η αδελφή μου, η μητέρα τους, δολοφονήθηκε», είπε. «Ξαφνικά έρχονται να δουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα για πρώτη φορά μετά από 50 ημέρες και η πρώτη είδηση με την οποία έρχονται αντιμέτωποι είναι ότι η μαμά τους δεν είναι πλέον ζωντανή. Νομίζω ότι ήταν πολύ τραυματικό, υπήρχαν πολλά δάκρυα, πολύς πόνος».
Ο 60χρονος Besorai, Βρετανοϊσραηλινός δικηγόρος που ζει στις Φιλιππίνες, είχε μια μακρά συζήτηση με τα αδέρφια το Σάββατο, αφού επανενώθηκαν με τον μεγαλύτερο αδελφό τους, τον 18χρονο Yali, ο οποίος γλίτωσε καθώς ήταν εθελοντής στον ισραηλινό στρατό, και τους παππούδες τους.
Για πρώτη φορά, η οικογένεια έμαθε πώς τα δύο αδέλφια χωρίστηκαν από τους γονείς τους όταν η Χαμάς εισέβαλε στο κιμπούτς Be’eri στις 7 Οκτωβρίου. Τα παιδιά είπαν ότι είχαν καταφύγει σε ένα ασφαλές δωμάτιο με τους γονείς τους όταν ένοπλοι της Χαμάς έβαλαν φωτιά στο σπίτι τους. «Όταν οι τρομοκράτες της Χαμάς έκαψαν το σπίτι τους για να τους αναγκάσουν να βγουν από το ασφαλές δωμάτιο, τα παιδιά πήδηξαν από το παράθυρο και προσπάθησαν να κρυφτούν σε διαφορετικό μέρος, αλλά οι τρομοκράτες τα βρήκαν και τα πήγαν στη Γάζα με ένα κλεμμένο αυτοκίνητο από το κιμπούτς. Έβαλαν τον Noam στο πορτμπαγκάζ και την ανιψιά μου στο μπροστινό μέρος μαζί με άλλους οκτώ τρομοκράτες της Χαμάς», είπε ο Besorai.
Η Yonat, 50 ετών, πυροβολήθηκε καθώς προσπαθούσε να κρυφτεί, ενώ ο Dror, 50 ετών, πιστεύεται ότι απήχθη.
Στη Γάζα, τα παιδιά κλείστηκαν σε ένα μόνο δωμάτιο σε ένα σπίτι με μία ακόμη γυναίκα. «Και εκεί δεν ήταν εύκολο γι’ αυτά. Δεν ήταν απλά απλό, να κάτσουν στο δωμάτιο και να φάνε», δήλωσε ο Besorai. Δεν θέλησε να μιλήσει περισσότερο για να μην αναστατώσει τις οικογένειες των υπόλοιπων ομήρων, οι οποίοι απήχθησαν σε αυτό που ορισμένοι στο Ισραήλ αποκαλούν πλέον «Μαύρο Σάββατο».
«Τους κρατούσαν και τους δύο μαζί με μια άλλη κυρία. Ξέρω ποια είναι και έμεινε πίσω, δεν την απελευθέρωσαν, οπότε τώρα είναι μόνη της εκεί… Νομίζω ότι πήγαν κρυφά τα παιδιά στις τουαλέτες για να μην καταλάβει ότι θα τα αφήσουν ελεύθερα. Μετά τους έκλεισαν τα μάτια με ταινία και τα πήγαν με το αυτοκίνητό τους στο σημείο όπου θα γινόταν η παράδοση στον Ερυθρό Σταυρό», είπε ο Besorai.
Ο Besorai, ο οποίος μεγάλωσε στο κιμπούτς πριν μετακομίσει στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1991 για να σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, μίλησε για τη στενή σχέση που δημιούργησαν τα δύο παιδιά με την άλλη όμηρο. «Τους ρώτησα πώς κατάφεραν να επιβιώσουν και είπαν ότι οι τρεις τους στήριζαν ο ένας τον άλλον. Όταν κάποιος περνούσε δύσκολα ψυχολογικά, οι άλλοι τον ενθάρρυναν και του προσέφεραν ηθική υποστήριξη», είπε.
Τα παιδιά δεν κρατήθηκαν σε μία από τις υπόγειες σήραγγες της Χαμάς, σύμφωνα με τον ίδιο, ο οποίος πρόσθεσε ότι «συνέβησαν και άλλα πράγματα που έκαναν την εμπειρία τους πολύ πολύ δύσκολη».
Τα στελέχη της Χαμάς έδειχναν να αντλούν «σαδιστική ευχαρίστηση», βασανίζοντας ψυχολογικά τις οικογένειες μέσω των καθυστερήσεων της απελευθέρωσης των ομήρων το Σάββατο, ανέφερε ακόμη. Αυτό συνέβη αφού η Χαμάς κατηγόρησε το Ισραήλ ότι είχε παραβιάσει τη συμφωνία που έχουν συνάψει.
Ο Besorai είπε ότι έβαλε τα κλάματα όταν είδε τελικά τα πρόσωπα της ανιψιάς και του ανιψιού του σε μια κλήση στο Zoom το βράδυ του Σαββάτου.
«Είναι πολύ χαρούμενοι που επέστρεψαν», είπε. «Το πρώτο που είδα στην οθόνη ήταν τα φωτεινά, λαμπερά μάτια της Άλμα και το μεγάλο χαμόγελό της. Προφανώς έχει χάσει βάρος και φαίνεται πολύ, πολύ πιο αδύνατη, αλλά το όμορφο χαμόγελό της και τα αστραφτερά μάτια της μου ζέσταναν τα καρδιά και ξέσπασα σε κλάματα».
Όσο για τον ανιψιό του, τον Νόα, λέει ότι μετά την απελευθέρωσή του ήταν πολύ ομιλητικός και ήθελε να μοιραστεί τις εμπειρίες του. «Μου είπε κάποια προσωπικά πράγματα που περνούσε – ίσως το να μιλήσει γι’ αυτά για πρώτη φορά με κάποιον που τον αγαπάει και τον νοιάζεται θα τον βοηθήσει να επουλώσει τις πληγές του».