Η πιο γλυκιά περίοδος της ζωής κάθε γυναίκας είναι αδιαμφισβήτητα αυτή της εγκυμοσύνης. Η συμπεριφορά των τρίτων προς αυτήν, η προσμονή, χαϊδεύοντας την κοιλίτσα της, για τις κινήσεις του εμβρύου, τα όνειρα για το παιδικό δωμάτιο αλλά συχνά και οι ορέξεις της, χαρακτηρίζονται από μια γλυκύτητα, που επιβάλλεται να βιώσει η έγκυος γυναίκα όσο το δυνατό πιο έντονα.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης οι διατροφικές απαιτήσεις του γυναικείου σώματος διαφοροποιούνται πολύ, με σκοπό την επαρκή παροχή ενέργειας και θρεπτικών συστατικών στο αναπτυσσόμενο έμβρυο.
Η μεταφορά των θρεπτικών συστατικών και του οξυγόνου από τη μητέρα στο έμβρυο γίνεται δια μέσω του πλακούντα, ο οποίος στο τέλος της εγκυμοσύνης φτάνει τα 500 γρ. Ο πλακούντας εξυπηρετεί επίσης την μεταφορά άχρηστων προϊόντων του μεταβολισμού του εμβρύου προς τη μητέρα, ενώ προφυλάσσει και από θρεπτικές ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, όπως οι περισσότερες πρωτεΐνες, αφήνοντας το έμβρυο να συνθέσει μόνο του τις πρωτεΐνες από τα αμινοξέα που του παρέχονται. Εξαίρεση αποτελεί η πρωτεΐνη IgG η οποία «φτάνει» στο έμβρυο, δρα ως ανοσοσφαιρίνη και προασπίζει την άμυνα του.
Ας σημειωθεί πως το έμβρυο ενώνεται με τον πλακούντα με τον ομφάλιο λώρο που αποτελείται από τις 2 ομφαλικές αρτηρίες και την ομφαλική φλέβα.
Προτού εντρυφήσουμε στις ιδιαιτερότητες της διατροφής της εγκύου, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο γεγονός ότι η σωστή και ισορροπημένη διατροφή πρέπει να έχει αρχίσει πολύ πριν την εγκυμοσύνη, επιτρέποντας στη γυναίκα να έχει μια άρτια διατροφική κατάσταση ικανή να υποστηρίξει την ανάπτυξη του πλακούντα κατά το αρχικό στάδιο της εγκυμοσύνης.
Οι ενεργειακές απαιτήσεις της εγκύου σχετίζονται με την επιθυμητή αύξηση βάρους, η οποία για γυναίκες που ξεκινούν την εγκυμοσύνη από σωστό πλαίσιο σωματικού βάρους κυμαίνεται από 11,5 – 16 κιλά και με την αύξηση του μεταβολισμού που συνεπάγεται η εγκυμοσύνη.
Συνιστώμενη αύξηση βάρους κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης σε Kgr
Για γυναίκες με ΔΜΣ <19,8 (Χαμηλός) ενδείκνυται 12,5 – 18
Για γυναίκες με ΔΜΣ 19,8 – 26 (Κανονικός) ενδείκνυται 11,5 – 16
Γαι γυναίκες με ΔΜΣ 26 – 29 (Υψηλός) ενδείκνυται 7 – 11,5
Αυτές λοιπόν οι ενεργειακές απαιτήσεις προσδιορίζονται στις 300 kcal επιπλέον, για τα 2 τελευταία τρίμηνα, θεωρώντας ότι οι έξτρα ανάγκες σε θερμίδες κατά το 1ο τρίμηνο για μια γυναίκα με σωστή θρέψη, είναι ελάχιστες.
Πάντως σύγχρονα επιστημονικά στοιχεία συνηγορούν στην αναγκαιότητα για επανακαθορισμό αυτών των συστάσεων και αποδεικνύουν πως για μια γυναίκα με φυσιολογικό σωματικό βάρος που παίρνει 12 κιλά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι έξτρα ενεργειακές ανάγκες είναι 90 Kcal για το 1ο τρίμηνο, 285 Kcal για το 2ο και 465 Kcal για το 3ο τρίμηνο.
Να τονισθεί, ότι μιλάμε πάντα για γυναίκες που κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν καθηλώθηκαν στο κρεβάτι, αλλά σχεδόν συνέχισαν τη φυσική δραστηριότητα που είχαν και πριν.
Οι πρωτεϊνικές ανάγκες της εγκύου είναι ιδιαίτερα υψηλές κατά το 3ο τρίμηνο, όπου ο μητρικός και εμβρυϊκός ρυθμός ανάπτυξης αυξάνει ραγδαία και ξεπερνά τα 6 γρ. πρωτεΐνης, επιπλέον αυτής που απαιτείται στις φυσιολογικές καθημερινές ανάγκες.
Τα απαραίτητα λιπαρά οξέα πρέπει να αποτελούν ιδιαίτερη μέριμνα για την διατροφή της εγκύου, κάνοντας την ανάγκη για συχνή κατανάλωση ψαριών και ξηρών καρπών, επιτακτική.
Μάλιστα ένα λιπαρό οξύ, το οποίο ανήκει στην οικογένεια των ω-3 και καλείται δοκοσαεξαενοϊκό οξύ, εμπλέκεται ουσιαστικά στην ανάπτυξη υγιούς νευρικού συστήματος του εμβρύου και από πολλά πανεπιστημιακά ιδρύματα συστήνεται ο εμπλουτισμός της διατροφής της εγκύου κατά το 3ο τρίμηνο με αξιόπιστες πηγές αυτού του λιπαρού (ψάρια, λιναρόσπορος, πιθανόν και συμπλήρωμα διατροφής πλούσιο σε ω-3 λιπαρά).
Η έγκυος γυναίκα μπορεί να οδηγηθεί σε ταχύτερη μείωση των επιπέδων γλυκόζης από ότι η μη έγκυος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ‘επικίνδυνων’ κετονικών σωμάτων και γιαυτό προτείνεται να μην μένει νηστική σε καμία περίπτωση περισσότερο από 6 – 8 ώρες.
Από τα μικροθρεπτικά συστατικά με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις έγκυες γυναίκες είναι το φυλλικό οξύ, η βιταμίνη D, ο σίδηρος και το ασβέστιο.
To φυλλικό οξύ, βιταμίνη του συμπλέγματος Β διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη σύνθεση του DNA. Μειωμένη πρόσληψη φυλλικού οξέος κατά την εγκυμοσύνη σχετίζεται με αυξημένο ενδεχόμενο για εμφάνιση ελλειμμάτων στο νευρικό σωλήνα του νεογνού, αποκόλλησης του πλακούντα και γέννησης νεογνών με χαμηλό σωματικό βάρος.
Ας σημειωθεί εδώ πως η ανάπτυξη του νευρικού σωλήνα του εμβρύου ξεκινά από τα πολύ πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης και άρα η φροντίδα για επάρκεια σε φυλλικό οξύ καλό είναι να ξεκινά νωρίς, όταν ακόμα η γυναίκα σχεδιάζει να μείνει έγκυος.
Στην εγκυμοσύνη συστήνονται 600 μικρογραμμάρια φυλλικού οξέος καθημερινά, ποσότητα που είναι σχεδόν ανέφικτο να καλυφθεί αποκλειστικά από τις καλές διατροφικές πηγές του (σκουροπράσινα φυλλώδη λαχανικά, όσπρια, χυμός πορτοκαλιού, κάποια εμπλουτισμένα δημητριακά) και λαμβανομένου υπόψιν ότι το φυλλικό οξύ των τροφών είναι ‘δύσκολο’ στην απορρόφηση, η χρήση συμπληρώματος 400 μικρογραμμαρίων κρίνεται αναγκαία.
Η βιταμίνη D είναι ως γνωστό απαραίτητη για την αξιοποίηση του ασβεστίου και τη σύνθεση των οστών και έλλειψη αυτής της βιταμίνης κατά την εγκυμοσύνη σχετίζεται με υποασβεστιαιμία στο νεογνό. Καλές πηγές βιταμίνης D είναι τα λιπαρά ψάρια, εμπλουτισμένα προϊόντα όπως δημητριακά πρωινού, μαργαρίνες τύπου soft και τα γαλακτοκομικά.
Επιπρόσθετα, έκθεση στον ήλιο 2-3 φορές / εβδομάδα (15 λεπτά) των χεριών, του προσώπου ή των ποδιών θεωρείται επαρκής για τις ανάγκες σε βιταμίνη D.
Ο σίδηρος ως γνωστό χρησιμοποιείται για τη σύνθεση της πολύ ουσιαστικής για τη μεταφορά του οξυγόνου, αιμοσφαιρίνης. Στην εγκυμοσύνη η ενίσχυση με σίδηρο είναι απαραίτητη, για να καλύψει αφενός την αύξηση του όγκου του αίματος της εγκύου και αφετέρου τις ανάγκες του εμβρύου και του πλακούντα.
Η άντληση σιδήρου του εμβρύου από την μητέρα, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο τρίμηνο, είναι υψηλή και διακρίνεται από την πρόνοια της φύσης, που γνωρίζει ότι το γάλα της μητέρας που θα αποτελέσει αργότερα αποκλειστική τροφή, είναι φτωχό σε σίδηρο.
Η ενίσχυση με σίδηρο πρέπει να ξεκινά την 12η εβδομάδα και η ενδεικνυόμενη ποσότητα είναι 30mg καθημερινά.
Αν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης η απορρόφηση του σιδήρου (όπως και του ασβεστίου) αυξάνεται από το σώμα της γυναίκας, φαίνεται πως οι καλές πηγές σιδήρου, όπως το κόκκινο κρέας, τα πουλερικά, το αβγό, συχνά δεν αρκούν και χρειάζεται η συμπληρωματική χορήγηση με σκεύασμα δισθενούς σιδήρου.
Ο ακριβής καθορισμός των αναγκών σε σίδηρο, γίνεται πάντα με αξιολόγηση των ανάλογων εξετάσεων αίματος της εγκύου. Η κατανάλωση συκωτιού, μιας εξαιρετικής πηγής σιδήρου δεν προτείνεται, αφού αυτό εμπεριέχει υπερβολική βιταμίνη Α, που μπορεί να οδηγήσει το νεογνό σε μικροκεφαλία και προβλήματα με τους νεφρούς.
Η επάρκεια στο απαιτούμενο ασβέστιο κατά την εγκυμοσύνη, είναι πολύ σημαντική για την οστική πυκνότητα που θα αναπτύξει αργότερα το παιδί.
Οι συνιστώμενες ποσότητες είναι 1000 mgr για τις γυναίκες άνω των 18 ετών και με τη βοήθεια του προσαρμοστικού μηχανισμού που θέλει να αυξάνεται πολύ η απορρόφηση του ασβεστίου, ιδιαίτερα κατά το 3ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και ταυτόχρονα να μειώνεται η απέκκριση του, μπορούμε με μια σωστή διατροφή να καλύψουμε τις απαιτήσεις σε ασβέστιο χωρίς τη βοήθεια συμπληρώματος.
Ένα ποτήρι γάλα, ένα γιαούρτι ή 1 ½ φέτα κίτρινο σκληρό τυρί εμπεριέχουν περίπου 300 mg ασβεστίου.
Κλείνοντας να τονίσουμε πως σε ένα ισορροπημένο πλάνο διατροφής για μια έγκυο γυναίκα, επιβάλλεται η χαμηλή κατανάλωση καφέ και αλατιού, για προληπτικούς λόγους.
Πηγή: iatronet.gr