Πεθαίνει ένας τύπος και τον πάνε στο χωριό του να τον θάψουν σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία. Στο δρόμο όμως λίγο πριν το χωριό ανοίγει η πίσω πόρτα και πέφτει ο νεκρός στο δρόμο, ενώ ο οδηγός της νεκροφόρας που δεν πήρε χαμπάρι συνεχίζει την πορεία του.
Μετά από λίγο περνάει από κει ένα αμάξι και έτσι όπως είναι νύχτα και δεν υπάρχει ορατότητα πατάει το νεκρό. Ακούει ο συνοδηγός το θόρυβο και λέει στο συνοδηγό να κατέβουν να δουν τι έγινε και όταν βλέπουν το νεκρό νομίζοντας ότι αυτοί τον σκότωσαν αποφασίζουν να τον πετάξουν στη θάλασσα για να μην βρουν το μπελά τους.
Στη θάλασσα, το ξημέρωμα, ένας ψαράς μαζεύει τα δίχτυα νομίζοντας ότι η ψαριά είναι καλή αλλά τελικά ανασύρει το νεκρό από το βυθό και νομίζοντας ότι ο νεκρός παγιδεύτηκε στα δίχτυα και πνίγηκε και για να μην βρει και αυτός του μπελά του, του δένει μια πέτρα στο λαιμό και τον ξαναπετάει στη θάλασσα.
Παραπέρα βρίσκονται δυο τύποι οι οποίοι ψαρεύουν με ψαροτούφεκο και ο ένας μόλις βλέπει τον νεκρό τον περνάει για ψάρι και του δίνει μια με το καμάκι. Μόλις οι δυο τύποι καταλαβαίνουν ότι δεν πρόκειται για ψάρι αλλά για άνθρωπο τον βγάζουν κατ΄ ευθείαν έξω από τη θάλασσα και τον πάνε στο νοσοκομείο.
Εκεί, μετά από ώρες αναμονής έξω από την πόρτα της εντατικής βγαίνει ο γιατρός με ένα θλιμμένο ύφος και τους λέει: «Πέντε λεπτά πιο πριν να τον φέρνατε, τώρα θα τον είχαμε σώσει».