Ο βαρώνος Μυνχάουζεν περηφανεύεται ότι μπορεί να καταλάβει πάντα αν μια δήλωση είναι αληθής ή ψευδής. Επιμένει, για παράδειγμα, ότι ήταν το πρώτο άτομο που συνειδητοποίησε ότι ο Αννίβας βρισκόταν λίγο μακριά από την αλήθεια όταν δήλωσε ότι αγόραζε ελέφαντες με την προοπτική να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τσίρκο.
Ο Μυνχάουζεν είναι κάπως ανήσυχος καθώς του τηλεφώνησε ένας τύπος ονόματι Ευβουλίδης, ο οποίος δηλώνει ότι υπάρχουν ορισμένες δηλώσεις που ο Μυνχάουζεν δεν θα ξέρει ούτε από πού να αρχίσει για να καταλάβει αν είναι αληθείς ή ψευδείς. Ο Μυνχάουζεν δεν είναι άνδρας που θα αρνηθεί την ευκαιρία να φανεί πιο έξυπνος από έναν φιλόσοφο που έχει πεθάνει εδώ και χρόνια, οπότε προκαλεί τον Ευβουλίδη να υποστηρίξει την αξίωσή του.
Ο Ευβουλίδης παρουσιάζει την πρόταση που ακολουθεί ως αρχική κίνηση: Η πρόταση αυτή είναι ψευδής.
Ο Μυνχάουζεν βλέπει αμέσως το πρόβλημα. Αν η πρόταση είναι αληθής, τότε αυτό που δηλώνει είναι αληθές, αλλά αυτό που δηλώνει είναι ότι είναι ψευδής, που σημαίνει ότι πρέπει να είναι ψευδής. Αλλά αν είναι ψευδής, τότε αυτό που δηλώνει είναι ψευδές, αλλά αυτό που δηλώνει ότι είναι ψευδής, που σημαίνει ότι πρέπει να είναι αληθής.
Αυτό είναι όντως παράδοξο. Ο Μυνχάουζεν παίρνει μια βαθιά ανάσα, και αντιστεκόμενος στον πειρασμό να βάλει τα κλάματα, παρουσιάζει την ανταπάντησή του: η αλήθεια αυτής της πρότασης είναι ότι δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής. Δεν είναι απαραίτητο κάθε πρόταση να είναι αληθής ή ψευδής.
Ο Μυνχάουζεν συγχαίρει τον εαυτό του για την εύστοχη απόκρουση, αλλά δυστυχώς για εκείνον, ο Ευβουλίδης δεν έχει τελειώσει ακόμη. Του παρουσιάζει την παρακάτω πρόταση: Η δήλωση αυτή δεν είναι αληθής.
Ο Μυνχάουζεν σκέφτεται για ένα λεπτό και συνειδητοποιεί ότι τον βρήκε κακός μπελάς. Δεν μπορεί να δηλώσει πια ότι η πρόταση δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής και δεν βλέπει τρόπο για να ξεφύγει από το παράδοξο.
Έχει δίκιο ο Μυνχάουζεν να πιστεύει ότι αυτή η δήλωση δεν μπορεί να είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής, και αν ναι, γιατί; Υπάρχει κάποιος τρόπος για να ξεφύγει από το παράδοξο;
Η λύση…
Ο Μυνχάουζεν παλεύει με δύο εκδοχές αυτού που αποκαλείται το Παράδοξο του Ψεύτη, που πρωτοεκφράστηκε από τον Ευβουλίδη τον Μιλήσιο, ο οποίος έζησε τον τέταρτο αιώνα π.Χ.
Η πρόταση που τον ματαίωσε, η δήλωση αυτή δεν είναι αληθής, είναι γνωστή ως το Ενισχυμένο Παράδοξο του Ψεύτη. Είναι παράδοξο γιατί αν είναι ψευδές, τότε είναι αληθές (επειδή η αλήθεια του δηλώνει ότι είναι ψευδές). Αλλά αν είναι αληθές, τότε είναι ψευδές (επειδή η αλήθεια του δηλώνει ότι είναι ψευδές).
Επιπλέον, ο Μυνχάουζεν έχει δίκιο να σκέφτεται ότι δεν μπορεί να απαντήσει ότι δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής, επειδή αν δεν είναι ούτε αληθές ούτε ψευδές, τότε δεν είναι αληθές, που είναι ακριβώς αυτό που η δήλωση υποστηρίζει, και έτσι την καθιστά αληθή και μας οδηγεί ξανά πίσω στο παράδοξο.
Ίσως, το γεγονός ότι δεν υπάρχει γενικός αποδεκτός τρόπος για να διαφύγουμε από αυτό το παράδοξο να παρηγορήσει τον Μυνχάουζεν. Πιθανόν η πιο κοινή προσέγγιση είναι να επιχειρηματολογήσουμε ότι δηλώσεις που αναφέρονται στον εαυτό τους με αυτό τον τρόπο δεν έχουν ουσιαστικό νόημα.
Αν αυτό είναι σωστό, τότε λύνονται όλα τα παράδοξα, εφόσον η δήλωσή τους δεν έχει νόημα (δηλαδή, δεν υποστηρίζουν κάτι που θα μπορούσε να είναι αληθές ή ψευδές).