Νωρίς το βράδυ της Κυριακής 20 Φεβρουαρίου 1949 οι ξένοι ανταποκριτές που βρίσκονται στην πρωτεύουσα και οι δημοσιογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων ειδοποιούνται από τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, Νικόλαο Τσαούση, να σπεύσουν να τον συναντήσουν γιατί είχε κάτι σημαντικό να τους δείξει. Λίγη ώρα αργότερα οι εκπρόσωποι του Τύπου βρίσκονταν σοκαρισμένοι ενώπιον ενός πτώματος. Ανήκε σε έναν 53χρονο άνδρα και έφερε μονάχα τα εσώρουχα και τις κάλτσες του.
«Πρόκειται για τον Δημήτριο Παπαρήγα, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος. Εκρατείτο εδώ και οκτώ μήνες. Απαγχονίστηκε στις 18:30 με 19:00 σήμερα το απόγευμα στα κρατητήρια με το κορδόνι της πιτζάμας του, που το είχε προσδέσει στο κιγκλίδωμα του κελιού. Ακόμη και η νεκροψία, όπως μπορεί να σας επιβεβαιώσει και ο καθηγητής κ. Γεωργιάδης, δείχνει ότι πρόκειται περί κλασικής μορφής αυτοκτονίας εν κλειστό χώρο. Σημείωμα ή επιστολή δεν βρέθηκε» τους εξηγεί, σε μια προσπάθεια να καταρρίψει οποιαδήποτε άλλη εκδοχή μπορεί να ακουγόταν.
Κατά καιρούς είχαν «αυτοκτονήσει» αρκετοί έγκλειστοι βάζοντας υποτίθεται μια αυτοσχέδια θηλιά γύρω από το λαιμό τους ή «επιλέγοντας» να πηδήξουν από ανοιχτά παράθυρα ή ταράτσες για να… εξιλεωθούν. Ένας ακόμη ακόμη συνηθισμένος τρόπος εξόντωσης αντιφρονούντων ήταν να τους υποβάλλουν σε βασανιστήρια τα οποία δεν άντεχαν και μετά στο πόρισμα να αναφέρεται ότι πέθαναν από ανακοπή ή άλλα παθολογικά αίτια.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με το επίσημο σενάριο των Αρχών, το πρωί της Κυριακής 20 Φεβρουαρίου 1949 ο «αυτόχειρας» ξύπνησε ευδιάθετος στο κελί της Γενικής Ασφάλειας.
Στις 10:00 π.μ. μάλιστα, όταν ο διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών Άγγελος Έβερτ (πατέρας του μετέπειτα προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Μιλτιάδη Έβερτ) πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επιθεώρηση, παρουσιάστηκε ενώπιόν του και ο Παπαρήγας. «Έχεις κανένα παράπονο;» τον ρώτησε ο αστυνομικός διευθυντής. Οι δυο τους γνωρίζονται εδώ και καιρό καθότι το ηγετικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε. εκτός από την πλούσια συνδικαλιστική δράση που είχε αναπτύξει, διέθετε επίσης στο ενεργητικό του καταγεγραμμένους εκτοπισμούς και αποδράσεις.
«Απολύτως κανένα παράπονο. Ό,τι ζητήσω το έχω. Το μόνο που θα ήθελα είναι να ξυριστώ σήμερα» φέρεται να απάντησε ο κρατούμενος. Πάντα σύμφωνα με την αφήγηση των αρχών που αποτυπώθηκε στην πλειοψηφία του αστικού Τύπου της εποχής, ο διευθυντής της Αστυνομίας «επέτρεψε να ξυρίση τον κρατούμενον ο κουρεύς της Γεν. Ασφαλείας αλλ’ ο Παπαρρήγας δεν τον εκάλεσε» (εφημερίδα «Η Καθημερινή», 22.2.1949). Το μεσημέρι ο κρατούμενος γευμάτισε και κατόπιν ξάπλωσε στο κρεβάτι του.
Τα κελιά επιθεωρούνταν κάθε τέταρτο της ώρας. Μετά τον έλεγχο των 18:00, το στέλεχος του Κ.Κ.Ε. ζήτησε από τον αστυφύλακα που είχε υπηρεσία εκείνη την ώρα να του επιτρέψει να πάει μέχρι την τουαλέτα. Πράγματι μετέβη και κατόπιν ξαναμπήκε στο κελί του και τον ξανακλείδωσαν.
Όταν λίγα λεπτά αργότερα ο σκοπός ξανακοίταξε από τη μικρή οπή της βαριάς μεταλλικής πόρτας, «αντελήφθη ότι ο Παπαρρήγας είχεν απαγχονισθή με ένα κορδόνι εις το παράθυρον. Ειδοποιηθείς προσέτρεξεν αμέσως ο διοικητής της Γεν. Ασφάλειας κ. Τσαούσης, μετ’ ολίγον δε κατέφθασαν αλληλοδιαδόχως, ο διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών κ. Έβερτ (σ.σ. που νωρίτερα είχε πραγματοποιήσει την αιφνιδιαστική επιθεώρηση), ο υπουργός της Δημοσίας Τάξεως κ. Ρέντης μετά του παρά τω υπουργείω διευθυντού κ. Πανοπούλου, ο στρατιωτικός διοικητής Αθηνών αντιστράτηγος Παπαγεωργίου, ο επίτροπος του εκτάκτου στρατοδικείου κ. Στασινόπουλος, ο προϊστάμενος της εισαγγελίας Αθηνών κ. Μανδραπήλιας, ο επίτιμος καθηγητής της ιατροδικαστικής κ. Γεωργιάδης και ο τακτικός καθηγητής της ίδιας έδρας εις το Πανεπιστήμιον κ. Κάτσας για να προβούν εις αυτοψίαν και νεκροψίαν», όπως αναφέρει η «Καθημερινή» στο ίδιο φύλλο.
Το πτώμα έφερε μονάχα τα εσώρουχα και τις κάλτσες του γιατί σύμφωνα με τα δημοσιεύματα «τα ενδύματά του ευρέθησαν κρεμασμένα εις τον τοίχο του κρατητηρίου. Επί της κλίνης εκστρατείας ευρέθησαν αι πυτζάμαι του. Από το πανταλόνι της πυτζάμας ο Παπαρρήγας είχεν αποσπάσει το κορδόνι και δι’ αυτού είχε κατασκευάσει τον βρόχον με τον οποίον είχε περιβάλει τον λαιμόν του. Το άλλο άκρο του κορδονιού το είχε προσδέσει εις το πόμολον του παραθύρου, κατόπιν δε άφηκε το σώμα του να καταπέση διά να απαγχονισθή. Το πτώμα εκρεμάτο εις ελάχιστον ύψος από του δαπέδου με τους πόδας ολίγον κεκαμμένους προς τα έσω. Ο θάνατος μόλις προ ολίγης ώρας είχεν επέλθει».
Διέρρευσε όμως και μια ακόμη πληροφορία. Έξι μέρες πριν πεθάνει, ο Παπαρήγας εφέρεται να είχε γράψει κάτω από το πιάτο που του είχαν βάλει το φαγητό «να ειδοποιηθή η Μόσχα να αρχίση πόλεμο κατά των εκτελέσεων που θα αρχίσουνε».
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι χρονικά βρισκόμαστε ακόμη στην περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου που έχει ξεσπάσει επισήμως από το 1946 ανάμεσα στον κυβερνητικό στρατό και τις αντάρτικες δυνάμεις του προσκείμενου στο Κομμουνιστικό Κόμμα, Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, με τις εχθροπραξίες να λήξουν περίπου μισό χρόνο αργότερα. Αρκετοί κομμουνιστές μάλιστα πίστευαν ματαίως ότι η Μόσχα και προσωπικά ο ίδιος ο γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης, Ιωσήφ Στάλιν, θα τους βοηθούσε έμπρακτα στον αγώνα που έδιναν.
Ο Σοβιετικός ηγέτης όμως είχε φροντίσει να μοιράσει μαζί με τον Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ κρυφά τη νοτιοανατολική Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής από το 1944, κάτι που κανείς ακόμα δεν γνώριζε. Βάσει της συμφωνίας αυτής, οι Βρετανοί είχαν λόγο στα τεκταινόμενα της Ελλάδος σε ποσοστό 90% (το οποίο αργότερα «μεταβίβασαν» στις Η.Π.Α.) έναντι 10% της Ε.Σ.Σ.Δ. Ο Στάλιν κράτησε το λόγο του όσον αφορά την Ελλάδα και δεν ενεπλάκη ούτε κατ΄ ελάχιστο στον εμφύλιο πόλεμο. Ο Παπαρήγας ωστόσο, που είχε εδώ και χρόνια επαφές με τη Μόσχα, πίστευε ότι θα βοηθούσαν οι Σοβιετικοί σύντροφοι.
Από τους πρώτους που ειδοποιήθηκαν για τον θάνατο του Παπαρήγα ήταν η 32χρονη σύζυγός του Βασιλική, το γένος Καραντώνη, που μετέβη στη Γενική Ασφάλεια μη μπορώντας να πιστέψει το κακό που την είχε βρει. Κατά το παρελθόν είχε συνδράμει και η ίδια στον αγώνα του Κ.Κ.Ε. αλλά ακολούθως είχε αναγκαστεί να υπογράψει «δήλωση μετανοίας και αποκηρύξεως του κομμουνισμού», προκειμένου να μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερη. Καρπός του έρωτα μεταξύ του ζευγαριού ήταν ο πεντάχρονος τότε Θανάσης Παπαρήγας που μεγαλώνοντας θα ακολουθήσει τη δημοσιογραφία και θα παντρευτεί με τη σειρά του την Αλεξάνδρα Δρόσου.
Η γυναίκα του έμελλε να γίνει η πρώτη γυναίκα επικεφαλής κοινοβουλευτικού κόμματος και η πρώτη γυναίκα γενική γραμματέας του Κ.Κ.Ε. Αναφερόμαστε φυσικά στην κ. Αλέκα Παπαρήγα, την μακροβιότερη πολιτική αρχηγό της μεταπολίτευσης καθώς συμπλήρωσε στη θέση αυτή 22 συναπτά έτη (1991 – 2013).
Στις τάξεις του Κ.Κ.Ε. πάντως κανείς δεν πίστεψε ότι ο Μήτσος Παπαρήγας αυτοκτόνησε και δη τρεις μέρες πριν διεξαχθεί η δίκη του από το στρατοδικείο Αθηνών. Όπως αναφέρει η εφημερίδα «Εθνικός Κήρυξ» της εποχής «επρόκειτο να μεταφερθή τας ημέρας αυτάς εις τα φυλακάς Αβέρωφ (σ.σ. βρίσκονταν στο σημείο που έχει ανεγερθεί σήμερα ο Άρειος Πάγος, επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας) καθ’ όσον αυτός και οι μετ’ αυτού συγκατηγορούμενοι συνεργάται του Β. Μαρκεζίνης, Κορνήλιος Νικολαΐδης, Α. Χαΐνογλου, Ε. Πλακαντωνάκης, Στέλλα Πλακαντωνάκη, Παν. Καραγκίτζης ή Σίμος, Α. Ιωαννίδης, Ν. Μουτενίδης, Ε. Λυγιρός, Κλειώ Ιωαννίδη, Μάρθα Σταμάτη, Λ. Τιάκας, Ι. Αναγνωστόπουλος και Σ. Πλακαντωνάκης, είχον παραπεμφθεί εις το Έκτακτον Στρατοδικείον».
Αιτιολογώντας την «αυτοκτονία» ο συντάκτης αναφέρει πως «φαίνεται ότι δεν είχε το σθένος να αντιμετωπίση τας συντριπτικάς κατηγορίας, με τας οποίας εβαρύνετο, ούτε όμως ήθελε και να αρνηθή ταύτας ενώπιον του Στρατοδικείου, φοβούμενος την μήνιν των αυθεντών του. Λέγεται ακόμη, ότι μεταξύ αυτού και του Β. Μαρκεζίνη αντηλλάγησαν βαρύταται εκφράσεις, καθ΄όσον προς στιγμήν, ο Παπαρρήγας υποψιάσθη ότι επρόδωσε το κρησφύγετόν του ο Μαρκεζίνης. Εις μίαν μάλιστα στιγμιαίαν προ καιρού συνάντησίν των, εις τα κρατηρήρια της Γενικής Ασφαλείας, ο Μαρκεζίνης ηκούσθη λέγων αποτεινόμενος προς τον Παπαρρήγα: Βρε άτιμε, εγώ δεν είμαι προδότης…».
Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθεί και η εφημερίδα «Εστία» της 22ας Φεβρουαρίου 1949. «Άγρια και θηριώδης, όπως είναι όλαι αι κομμουνιστικαί εκδηλώσεις, υπήρξε και η χθεσινή αυτοκτονία του κομμουνιστού ηγέτου Παπαρρήγα εις τας φυλακάς όπου εκρατείτο, αναφέρει. Είτε διότι απεγοητεύθη από τας πληροφορίας τας οποίας έμαθε διά την σημειουμένην οξείαν διαμάχην εις τους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος, είτε διότι ηθέλησε να προλάβη την δημοσίαν εκδίκασίν του και την ενδεχόμενη αποκάλυψιν των κομμουνιστικών μυστικών τα οποία γνωρίζει, ο Παπαρρήγας συνεμορφώθη με παλαιάς παραδόσεις του κόμματός του, αυτοχειριαζόμενος».
Και καταλήγει: «Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να έχωμεν υπ’ όψιν, ότι η παγκόσμιος κομμουνιστική κίνησις και οι συνοδοιπόροι της θα επωφεληθούν όσον ημπορούν περισσότερον της αυτοκτονίας αυτής, διά να αποπειραθούν να δυσφημήσουν την Ελλάδα. Και διά τον λόγον αυτόν πρέπει να κληθούν αμέσως όλοι οι ενταύθα ευρισκόμενοι ξένοι δημοσιογράφοι να λάβουν γνώσιν όλων των λεπτομερειών της αυτοκτονίας και να διαπιστώσουν εξ ιδίας αντιλήψεως τας συνθήκας υπό τας οποίας αυτή επραγματοποιήθη. Η Ελλάς δεν έχει τίποτε να φοβηθή και τίποτε να κρύψη».
Ο απαγχονισθείς ήταν δοσμένος όλη του τη ζωή στο κόμμα. Γεννήθηκε το 1896 στον Βόλο και μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια μαζί με τα τέσσερα αδέλφια του. Από πολύ νωρίς δοκιμάστηκε στη βιοπάλη αφού πήγε στο σχολαρχείο της εποχής μέχρι τη δεύτερη τάξη και μετά ξεκίνησε να δουλεύει ως σιδεράς. Ήταν μόλις 14 ετών και είχε ξεκινήσει ήδη να διακατέχεται από το στοιχείο της ταξικής συνείδησης. Το 1921 εστάλη στο Μικρασιατικό μέτωπο γεγονός που τον έκανε να μισήσει τον μιλιταρισμό και να μιλάει πλέον ανοικτά για τα δεινά «του διεθνή ιμπεριαλισμού και των ντόπιων υποτελών του». Τον Οκτώβριο του 1922 γίνεται μέλος του Κ.Κ.Ε. Το κόμμα του αναθέτει την οργάνωση του Συνδέσμου Παλαιών Πολεμιστών Μαγνησίας και εκλέγεται αμέσως γραμματέας. Ένα χρόνο αργότερα φυλακίζεται και εξορίζεται ενώ το 1924 πρωτοστατεί στη μεγάλη γενική απεργία του Βόλου αναδεικνύοντας τις οργανωτικές ικανότητές του. Οι εργάτες τον εμπιστεύονται και τον αναδεικνύουν γραμματέα του Εργατικού Κέντρου της πόλης. Στο 3ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. (1927) εκλέγεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και στο 4ο (1928) μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Το 1930 θα φυλακιστεί στο φρούριο Ιντζεδίν των Χανίων.
Μόλις αποφυλακίζεται όμως τον ξαναπιάνουν και το 1931 δραπετεύει από τις φυλακές Συγγρού και διαφεύγει στο εξωτερικό. Θα συλληφθεί εκ νέου το 1936 από το καθεστώς Μεταξά και για τα επόμενα οκτώ χρόνια θα φυλακίζεται και θα εξορίζεται σε Κέρκυρα, Κίμωλο, Ακροναυπλία και Χαϊδάρι από το οποίο θα δραπετεύσει με τη βοήθεια της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας για να ξαναβγεί στην παρανομία. Μετά την Κατοχή πρωτοστατεί στον αγώνα των συνδικάτων και θα εκλεγεί γενικός γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος. Θα πιαστεί από τις αρχές για μια ακόμη φορά το 1948. Θα είναι και η τελευταία…
[sidequote]Οι σύντροφοί του όμως υποστήριξαν εξαρχής ότι πρόκειται για πολιτική δολοφονία [/sidequote]
Η Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ.Ε. ανακοίνωσε την απώλεια του κομμουνιστή συνδικαλιστή και γραμματέα της Γ.Σ.Ε.Ε. στις 21 Φεβρουαρίου 1949 με ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος «Προς τη Νίκη». Αναφέρει σχετικά: «Με μεγάλη θλίψη η Κεντρική Επιτροπή και η Κεντρική Επιτροπή Ελέγχου του ΚΚΕ αναγγέλλουν, ότι στις 20 του Φλεβάρη στα υπόγεια της Γενικής Ασφάλειας της Αθήνας δολοφονήθηκε άνανδρα ο Μήτσος Παπαρήγας, Γενικός Γραμματέας της ΓΣΕΕ, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου του ΚΚΕ, ένα από τα παλιά μέλη του κόμματός μας. Στο πρόσωπο του Μήτσου Παπαρήγα η εργατική τάξη και ο λαός της Ελλάδας χάνουν έναν από τους πιο πρωτοπόρους αγωνιστές, ένα από τα ανώτατα καθοδηγητικά στελέχη στον Λαϊκοαπελευθερωτικό αγώνα μας.
Τη δολοφονία του αλησμόνητου συντρόφου μας Μήτσου Παπαρήγα την οργάνωσαν οι αμερικανοάγγλοι ιμπεριαλιστές και οι μοναρχοφασίστες πράχτορες με την προσωπική συμμετοχή του Ρέντη (σ.σ. ο Κωνσταντίνος Ρέντης ήταν τότε υπουργός Δημοσίας Τάξεως). Νόμισαν πως έτσι θα λυγίσουν το λαό μας. Μα το αποτρόπαιο έγκλημα ατσαλώνει πιο πολύ τη θέληση των εργαζομένων για τη συντριβή του εχθρού. Η ζωή και οι αγώνες του Μήτσου Παπαρήγα θα τους φωτίζουν και θα τους εμπνέουν μέχρι την τελική νίκη(…)».
Άξια μνείας είναι επίσης η μαρτυρία του μέλους της Εθνικής Αντίστασης Μαργαρίτας Κωτσάκη, η οποία έμεινε συνολικά 16 χρόνια στη φυλακή και εξορίστηκε για άλλα 11 λόγω της κομμουνιστικής δράσης της, καθώς το κελί της ήταν ακριβώς δίπλα σε αυτό του Μήτσου Παπαρήγα όταν εκείνος απεβίωσε. Στο βιβλίο της «Μια ζωή γεμάτη αγώνες» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή) αναφέρει σχετικά:
«Ξαφνικά, το πρωί της 20 του Φλεβάρη 1949, άκουσα τη φωνή του φύλακα, που έκανε την καταμέτρηση στο κάθε κελί: «Ο Παπαρήγας φουρκίστηκε!» Έτρεχε προς το αρχιφυλακείο, κι εγώ βρήκα την ευκαιρία και ρώτησα την κοπέλα που ήταν φυλακισμένη στο απέναντι κελί: «Τι θα πει φουρκίστηκε;» Κι εκείνη μου απάντησε: «Φουρκίστηκε σημαίνει κρεμάστηκε.». Πάγωσα κυριολεχτικά.
Από κείνη τη στιγμή άρχισε μεγάλη κίνηση. Πηγαινοέρχονταν για να δουν τον κρεμασμένο. Η πόρτα του κελιού μου δεν εφαπτόταν με το τσιμεντένιο πάτωμα και άφηνε μια χαραμάδα. Ξάπλωνα χάμω με την κοιλιά και έβλεπα τα πόδια που πηγαινοέρχονταν. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ζήτησα να μου ανοίξουν για την τουαλέτα, δε μου άνοιξαν. Δεν άνοιξαν σε κανέναν όλη μέρα. Με πήρανε τα δάκρυα.
Έκλαιγα για τον άνθρωπο, τον αγωνιστή, τον αφοσιωμένο στην εργατική τάξη, που δολοφονήθηκε με τέτοιον απάνθρωπο τρόπο. Το απόγευμα προς το βράδυ άκουσα καινούργιες φωνές: «Έρχονται οι δημοσιογράφοι.» Πάλι ξάπλωσα χάμω και είδα να περνούν παπούτσια διαφορετικά από κείνα των αστυνομικών. Ποιος ξέρει, ή μάλλον ξέρουμε, τι είδους δημοσιογράφους κάλεσαν. (Και τώρα διερωτώμαι: Δε βρέθηκε κανένας απ’ αυτούς, ύστερα από τόσα χρόνια να πει τι είδε; Φαίνεται αυτοί οι δημοσιογράφοι προέρχονταν από εφημερίδες που υμνούσαν τη Δεξιά, και μισούσαν θανάσιμα τους κομμουνιστές…) Κατά τα μεσάνυχτα άκουσα πάλι βήματα σαν να έσερναν κάτι βαρύ. Ξάπλωσα πάλι, και είδα να σέρνουν σε μια κουβέρτα κάτι βαρύ. Κατάλαβα. Ήταν το τιμημένο κορμί του συντρόφου Παπαρήγα.
Το πρωί της άλλης μέρας μας άνοιξαν. Είδα τότε στο βάθος του διαδρόμου ένα σωρό ρούχα, σκεπασμένα με μια γκρίζα καμπαρτίνα. Ρώτησα έναν αστυνομικό που μας έκανε τον καλό: «Μα πού βρήκε το σκοινί μέσα στο κελί και κρεμάστηκε;» Εκείνος μου απάντησε: «Ε να, με το κορδόνι της πιτζάμας του. «Όμως», του λέω, «το παράθυρο του κελιού είναι ψηλά, πώς μπόρεσε να φτάσει και να περάσει το κορδόνι από τις σιδεριές του;» «Ε», μου λέει, «επειδή ήταν γέρος του είχαμε δώσει ένα σκαμνί να κάθεται: Ανέβηκε σ’ αυτό, και πέρασε το κορδόνι.» Ήταν πολύ χοντρό το ψέμα, τι περίμενα όμως; Να μου πει την αλήθεια;
Την άλλη μέρα άκουσα κλάματα γυναίκας. Κατάλαβα, ήταν τα κλάματα της Βασιλείας, της γυναίκας του δολοφονημένου αγωνιστή. Τη βραδιά που κρέμασαν τον Παπαρήγα, όλη νύχτα άκουγα τα παραληρήματα και τα βογγητά του αγωνιστή Τσαμουταλίδη. Τον αγωνιστή αυτόν τον πέταξαν απ’ το παράθυρο, δεν τον κρέμασαν όπως τον Παπαρήγα». Αυτό που δεν έχει διαλευκανθεί είναι με ποιο τρόπο «αυτοκτόνησαν» τον Παπαρήγα ή πώς γίνεται η συγκρατούμενή του στο ακριβώς διπλανό κελί Μαργαρίτας Κωτσάκη να μην αντιλήφθηκε ότι οι αρχές σκηνοθέτησαν το κρέμασμά του. Δεν ακούστηκε τίποτα όταν πήγαν να του περάσουν τη θηλιά από το λαιμό; Δεν κατάλαβε όταν θα άνοιξαν το κελί του για να μπουν άνδρες της Ασφάλειας; Υπάρχει πάντως και μια ακόμη παράμετρο ως προς τον τρόπο με τον οποίο πέθανε το στέλεχος της Αριστεράς.
Η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» στο φύλλο της 16ης Δεκεμβρίου 1979 αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όπως αποκαλύφθηκε μερικά χρόνια αργότερα, στη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο, ο Μήτσος Παπαρήγας εξοντώθηκε με αργό και συστηματικό τρόπο, αφού οι δήμιοί του φρόντιζαν να του βάζουν στο φαγητό δόσεις από κάποιο είδος δηλητηρίου» μέχρι να τον αποτελειώσουν.
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.