Εντυπωσιακή αύξηση των αεροπορικών αφίξεων στα βασικότερα αεροδρόμια της χώρας, το 9μηνο Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2016, καταγράφουν τα στοιχεία που δημοσιοποιεί ο ΣΕΤΕ.
Με βάση τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία των διεθνών αεροπορικών αφίξεων στα βασικότερα αεροδρόμια της χώρας, το εξεταζόμενο διάστημα έκλεισε με θετικό πρόσημο +7,6% ή περίπου +1,06 εκατ. περισσότερες αφίξεις, στο σύνολο της χώρας, σε σχέση με πέρυσι.
Αρνητικό ωστόσο πρόσημο καταγράφουν οι οδικές αφίξεις, καθώς βάσει των διαθέσιμων στοιχείων στις βασικότερες πύλες εισόδου της χώρας, το 9μηνο του 2016 έκλεισε με πτώση -1,3% ή περίπου -129 χιλιάδες αφίξεις, σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2015.
Κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του 2016, η Κρήτη, το Ιόνιο και οι Κυκλάδες υποστήριξαν δυναμικά το σύνολο των διεθνών αεροπορικών αφίξεων της χώρας με +11,3%, +12,2% και +10,1% αντίστοιχα, σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2015.
Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη εμφάνισαν θετικό πρόσημο +14,3% και +23,5% αντίστοιχα, ενώ η Κως, η Σάμος και η Μυτιλήνη κινούνται με αρνητικό πρόσημο –2,9%, -13,7% και -44,5%, αντίστοιχα.
Τονίζεται ότι η αύξηση των αφίξεων, σύμφωνα με το ΣΕΤΕ, έχει επιτευχθεί κυρίως λόγω των εκπτώσεων και των ειδικών πακέτων που έχουν προσφέρει οι τουριστικές επιχειρήσεις, ώστε να κερδίσουν μερίδιο από τους ταξιδιώτες «τελευταίας στιγμής».
Επιπρόσθετα, το ρεύμα «τελευταίας στιγμής» στις αφίξεις Σεπτεμβρίου, ενισχύθηκε εκτάκτως, από το γεγονός ότι βασικοί ανταγωνιστικοί προορισμοί αντιμετώπισαν σημαντική υποχώρηση της ζήτησης, ενώ παράλληλα, άλλοι ανταγωνιστές μας, ήταν ήδη πλήρεις και ως εκ τούτου και πολύ πιο ακριβοί στην όποια εναπομείνουσα διαθεσιμότητα, το συγκεκριμένο διάστημα.
Ο ΣΕΤΕ, παρά την αύξηση των αφίξεων στη χώρα μας, εστιάζει στις τουριστικές επιχειρήσεις και σημειώνει ότι τη στιγμή που τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται λόγω και του διπλασιασμού του ΦΠΑ στο τουριστικό πακέτο, οι τουριστικές επιχειρήσεις πρέπει να διαχειριστούν μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα.
Η συντριπτική πλειονότητα αυτών, οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στη καταγραφή ζημιών, για μία ακόμη χρονιά, αφού τόσο οι μειωμένες τιμές, όσο και η υπερφορολόγηση του τομέα υποβαθμίζουν την ανταγωνιστικότητα και υποσκάπτουν τη βιωσιμότητά τους, όπως σημειώνει.