Η Κίνα είναι μια οικονομική υπερδύναμη και μέχρι πριν από λίγα χρόνια αμφισβητούσε τις ΗΠΑ, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και τεχνολογικά, ειδικά στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Χαρακτηριστικά, πολλά κινεζικά προϊόντα έγιναν ανάρπαστα στη Δύση, ενώ το Πεκίνο σύναψε συμφωνίες με πολλά κράτη -πχ με την Σερβία το 2019-, ώστε να διαθέσει ψηφιακά προγράμματα καταστολής και παρακολούθησης υπόπτων.
Εντούτοις, με το ξέσπασμα της πανδημίας και τις κυρώσεις, η επιρροή της στη δυτική αγορά μειώθηκε, ενώ αποκαλύφθηκε ότι την τελευταία δεκαετία αρχίζει να υστερεί έναντι της Δύσης και των ΗΠΑ στον τεχνολογικό τομέα.
Σύμφωνα με την αρθρογράφο των New York Times Li Yuan έκτοτε δημιουργήθηκε το εξής ερώτημα και είναι γιατί «η Κίνα δεν εφηύρε το ChatGPT;», τη στιγμή που είχε φτάσει στο σημείο το Πεκίνο να διαθέτει ετησίως όσες εταιρείες έχει και η Silicon Valley, με αξία δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Από το «θαύμα» των ‘90 στον «δράκο» με τα «πήλινα πόδια»
Η τεχνολογική ανάπτυξη στην Κίνα ξεκινάει από το 1990 και με όσα γεγονότα διαδραματίζονται στο εσωτερικό της, με αποκορύφωμα την αιματοβαμμένη διαδήλωση στην πλατεία Τιενανμέν και την άνοδο του εθνικισμού, που ζητά μεταρρυθμίσεις για να αντιμετωπιστεί η δυτική κυριαρχία.
Εκείνη την εποχή λοιπόν, αρχίζουν να αναπτύσσονται οι ιδιωτικές τεχνολογικές εταιρείες, που χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από ιδιώτες, ενώ το κράτος δεν επεμβαίνει, καθώς θεωρεί ότι η τεχνολογία δεν θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο μέλλον. Έτσι, μέχρι το 2010 δημιουργούνται κολοσσοί δισεκατομμυρίων και επίσημα τα κινεζικά προϊόντα γίνονται καλύτερα από τα δυτικά, ενώ είναι και πιο προσιτά -από οικονομικής άποψης- στο μέσο πολίτη.
Από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας όμως, αρχίζει να μπαίνει φρένο στις επιδιώξεις του τεχνολογικού τομέα, καθώς η κυβέρνηση αρχίζει να επεμβαίνει ενεργά και να λογοκρίνει, γιατί θεωρεί ότι ο κόσμος ενδέχεται να ξεσηκωθεί ή να απαιτήσει αλλαγές, λόγω της δύναμης που αρχίζει να αποκτά.
Έτσι, σιγά σιγά το Πεκίνο αγοράζει μερίδια από εταιρείες και αρχίζει να τις ελέγχει, ενώ επιβάλει περιορισμούς και υπαγορεύει τις νέες τεχνολογίες που πρέπει να αναπτύξουν. Χαρακτηριστικά, μέχρι το 2017 δίνεται έμφαση στον τομέα των social media και σε εφαρμογές που στόχο έχουν να εκθρονίσουν τις αντίστοιχες δυτικές, όπως το Facebook και το YouTube.
Εντούτοις, η κινεζική κυβέρνηση κρίνει πιο χρήσιμο να αναπτυχθεί τεχνολογία που θα μπορεί να κατασκοπεύει και «φακελώνει» τον κάθε πολίτη, παρά μία που θα επέτρεπε πιο εύκολη πρόσβαση και στην ανάπτυξη της τεχνολογίας. Μάλιστα, τις προσπάθειες του Πεκίνου υποστηρίζουν και οι Κινέζοι επιχειρηματίες, που θεωρούν πιο σημαντικό το άμεσο κέρδος, παρά την ανάπτυξη και την τεχνολογία.
Ιστορικό déjà vu
Ο κινεζικός «δράκος» πλέον έχει αποκτήσει «πήλινα πόδια», γιατί αρχίζει να υποχωρεί στις καινοτομίες του τεχνολογικού τομέα και της τεχνητής νοημοσύνης. Χαρακτηριστικά, η κυβέρνηση δημιούργησε το εργαστήριο Pengcheng, το οποίο έχει αναλάβει την ηγεσία στη βελτίωση της εθνικής υπολογιστικής υποδομής της Κίνας, το οποίο κάνει προσλήψεις με βάση την «πίστη στο κόμμα» και όχι τις δυνατότητες των υπαλλήλων. «Ο εργαζόμενος πρέπει να διαθέτει υψηλές ιδεολογικές και πολιτικές ιδιότητες και να ακολουθεί τις οδηγίες της νέας εποχής του σοσιαλισμού του Xi Jinping με κινεζικά χαρακτηριστικά», αναφέρει στην ιστοσελίδα του και με βάση μαρτυρίες, δεν αποτελεί «στάχτη στα μάτια», αλλά οδηγία που τηρείται ευλαβικά.
Επίσης, τις δυσκολίες που υπάρχουν περιγράφει και ο Hao Peiqiang, πρώην επιχειρηματίας και προγραμματιστής με έδρα το βόρεια πόλη Τιαντζίν, που δηλώνει πως «πολλοί από εμάς στη βιομηχανία του διαδικτύου αντιμετωπίζουμε δύο προβλήματα όταν φτιάχνουμε ένα προϊόν: Είτε τα προϊόντα μας δεν περιλαμβάνουν ομιλία, είτε πρέπει να υποστούν μεγάλη λογοκρισία».
«Οι μεγάλες εταιρείες μπορούν να το αντέξουν οικονομικά, αλλά οι μικρότερες δεν μπορούν. Όταν οι μικρές εταιρείες δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, καταπνίγεται η καινοτομία», προσθέτει στη συνέχεια της περιγραφής του.
Ο κ.Xu ερευνητής του Στάνφορντ χαρακτηρίζει ως ιστορικό déjà vu την τεχνολογική κατάσταση που αρχίζει να επικρατεί στην Κίνα και σημειώνει πως η χώρα μπορεί να καταλήξει ως ένα προειδοποιητικό μάθημα για το πώς ο κεντρικός έλεγχος καταπνίγει την ανάπτυξη και την τεχνολογική καινοτομία, όπως ακριβώς συνέβη στην Σοβιετική Ένωση. «Τα ιστορικά παραδείγματα μάς λένε ότι η εθνική κινητοποίηση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ανάπτυξη των ελεύθερων ιδεών που έρχονται από μόνες τους», λέει χαρακτηριστικά.