Όταν το δάχτυλο μας αγγίξει μια επιφάνεια, αφήνει πάνω της μικροποσότητες ιδρώτα και φυσικών ελαίων, αντικατοπτρίζοντας τις κορυφές και τα αυλάκια του δέρματος των ακροδαχτύλων μας. Η πιθανότητα, ωστόσο, δύο άτομα να έχουν ακριβώς ίδια δακτυλικά αποτυπώματα είναι 1 στα 64 δισεκατομμύρια. Έτσι, εύλογα, τα δαχτυλικά αποτυπώματα θεωρούνται ένα εξαιρετικό εργαλείο της ιατροδικαστικής σήμανσης.
Τα καλύτερα δακτυλικά αποτυπώματα είναι τα λεγόμενα «λανθάνοντα» ή «αφανή» γιατί είναι αυτά που δεν φαίνονται απευθείας με γυμνό μάτι και άρα είναι λιγότερο πιθανό κάποιος να τα σκουπίσει. Η οπτικοποίηση όμως των αποτυπωμάτων με επαρκή ευκρίνεια, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ασφαλή αναγνώριση ενός ατόμου, είναι συχνά προβληματική. Μολονότι υπάρχουν αρκετές τεχνικές ενίσχυσης της εικόνας ενός αποτυπώματος, ένα ισχνό 10% των αποτυπωμάτων που βρίσκονται σε σκηνές εγκλημάτων μπορούν να χρησιμοποιηθούν με σιγουριά σε δικαστήριο.
Η κλασική προσέγγιση ενίσχυσης της απεικόνισης των αφανών αποτυπωμάτων είναι η εφαρμογή μιας χρωστικής σκόνης η οποία συγκολλείται πάνω στα αφανή αποτυπώματα και τα καθιστά ορατά στο ανθρώπινο μάτι. Όμως αυτές οι τεχνικές απαιτούν να βρίσκεται σε καλή κατάσταση το αφανές αποτύπωμα, πράγμα που σημαίνει πως η ηλικία, η έκθεση σε διάφορες συνθήκες του περιβάλλοντος ή ακόμη και η ενδεχόμενη προσπάθεια πλύσης του δαχτυλικού αποτυπώματος είναι παράγοντες αλλοίωσης της οπτικοποίησης του αποτελέσματος.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το προαναφερθέν πρόβλημα, ερευνητές του πανεπιστημίου του Leicester δουλεύουν πάνω σε μια νέα τεχνική οπτικοποίησης δαχτυλικών αποτυπωμάτων η οποία εκμεταλλεύεται τις ηλεκτρομονωτικές ιδιότητες των ουσιών που συνιστούν ένα αποτύπωμα. Αυτές οι ουσίες δρουν σαν ένα πέπλο, το οποίο μπλοκάρει το ηλεκτρικό σήμα που χρησιμοποιείται για να εναποτεθεί ένα χρωστικό φιλμ. Έτσι το χρωστικό αυτό φιλμ εναποτίθεται στην ελεύθερη επιφάνεια ενός αποτυπώματος μεταξύ των κορυφών του.
Με αυτό τον τρόπο, δημιουργείται η «αρνητική» εικόνα του αποτυπώματος, όπως συμβαίνει και με την ακτινογραφία, όπου το φιλμ μαυρίζει από τις ακτίνες Χ εκεί όπου δεν υπάρχει εμπόδιο. Το φιλμ των ερευνητών του Leicester, αντίθετα από τα κλασικά αντιδραστήρια αποτυπωμάτων, είναι ηλεκτροχρωματικό, μπορεί δηλαδή να αλλάζει χρώμα όταν διαπερνάται από μια ηλεκτρική τάση.
Η τεχνική αυτή είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη ακόμα και σε μικροποσότητες μονωτικού υπολείμματος ουσιών, όπου το χρωστικό φιλμ δεν μπορεί να εναποτεθεί στη μεταλλική επιφάνεια π.χ. μιας σφαίρας ή ενός μαχαιριού όταν μεσολαβεί ουσία πάχους έστω και λίγων νανομέτρων. Οπότε, όσο ασθενή και να είναι τα αφανή αποτυπώματα, η νέα ηλεκτροχρωματική μέθοδος παραμένει αποτελεσματική.
Στην τελευταία επιστημονική δημοσίευσή της, η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον καθηγητή Robert Hillman, εξέλιξε περαιτέρω την τεχνική, συμπεριλαμβάνοντας στο χρωστικό φιλμ φωσφορίζουσα ουσία, η οποία ενεργοποιείται είτε με το φυσικό φως, είτε με άλλου μήκους κύματος ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, όπως η υπεριώδης. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στην απεικόνιση των αποτυπωμάτων να γίνει ακόμα πιο εμφανής.
Η προσθήκη της φωσφορίζουσας ουσίας όμως απαιτούσε ένα αγώγιμο φιλμ το οποίο θα μπορούσε να υποστεί χημικές μεταβολές μετά την εναπόθεσή του. Έτσι, διεξήχθησαν μετρήσεις με τη μέθοδο της ανάκλασης των νετρονίων ώστε να καταγραφεί και να μετρηθεί ποσοτικά η εναπόθεση και η λειτουργικότητα του φιλμ με τη φωσφορίζουσα ουσία. Αυτές οι μετρήσεις έλαβαν χώρα στο ινστιτούτο Laue-Langevin της Γαλλίας και στο STFC Rutherford Appleton Laboratory της Αγγλίας.
Η ακριβής θέση και κατανομή της φωσφορίζουσας ουσίας μέσα στο φιλμ είναι, κατά τον καθηγητή Hillman, το κλειδί της υπόθεσης. Το ζητούμενο ήταν η φωσφορίζουσα ουσία να μην έρθει σε απευθείας επαφή με τη μεταλλική επιφάνεια των αντικειμένων όπου θα έχανε τη φωσφορίζουσα ιδιότητά της. Οι ερευνητές τελικά κατάφεραν να βρουν τις ιδανικές συνθήκες στις οποίες το παραπάνω ζητούμενο θα ήταν εφικτό.
Χρησιμοποιώντας τη νέα τεχνική σε εργαστηριακά δείγματα αποτυπωμάτων, η ομάδα του καθηγητή Hillman είδε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Όμως, όπως τονίζουν οι ίδιοι οι ερευνητές, το πραγματικό τεστ θα είναι όταν η νέα μέθοδος εφαρμοστεί στην πράξη, όπου ενδεχομένως τα αποτυπώματα θα έχουν εκτεθεί σε υγρασία, ζέστη ή υλικά καθαρισμού.