Εδώ και χρόνια οι επιστήμονες έχουν αναπτύξει υπολογιστικά μοντέλα, τα οποία μπορούν να τους βοηθήσουν να αναγνωρίσουν μακρινούς πλανήτες που μπορούν να υποστηρίξουν ζωή. Μέχρι τώρα όμως, οι υποθέσεις τους βασίζονταν στην πιθανότητα ύπαρξης νερού στην επιφάνεια τους, αλλά και στην ιδανική απόσταση τους από το αντίστοιχο άστρο, η οποία εκφραζόταν με τον όρο habitable zone, η κατοικήσιμη ζώνη.
Με λίγα λόγια, εάν ένας πλανήτης βρίσκεται πολύ κοντά ή πολύ μακριά από κάποιο άστρο δεν θα μπορεί να υποστηρίξει ζωή λόγω υψηλών και χαμηλών θερμοκρασιών αντίστοιχα. Μια νέα θεωρία όμως υποθέτει πως η ζωή κάλλιστα θα μπορούσε να σχηματιστεί ακόμα και σε ψυχρούς πλανήτες, πολλαπλασιάζοντας έτσι τον αριθμό των πλανητών που οι επιστήμονες μπορούν να ερευνήσουν για την πιθανότητα ύπαρξης ζωής.
Η νέα αυτή θεωρία, διατηρεί στοιχεία από το μοντέλο της κατοικήσιμης ζώνης, μέρος της οποίας λέει πως όσο πιο μακριά βρίσκεται ο πλανήτης από το κοντινότερο άστρο, τόσο πιο ψυχρή είναι η επιφάνειά του. Δεν ισχύει το ίδιο όμως και για το υπέδαφος του, το οποίο σύμφωνα με την νέα θεωρία μπορεί να θερμαίνεται από τον πυρήνα του. Με αυτόν τον τρόπο το υπέδαφος αρκετών πλανητών θα μπορούσε να υποστηρίξει ζωή, έστω σε μορφή μικροοργανισμών, χωρίς να είναι απαραίτητη η ύπαρξη νερού στην επιφάνεια τους και χωρίς να χρειάζεται να βρίσκεται μέσα στα όρια της κατοικήσιμης ζώνης.
Αυτό μάλιστα ισχύει και για τον πλανήτη μας, όπως λέει ο καθηγητής John Parnell. «Υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός μικροοργανισμών που κατοικούν στο υπέδαφος μας, η ύπαρξη των οποίων εκτείνεται σε βάθος αρκετών χιλιομέτρων» λέει, για να συμπληρώσει πως «κάποιοι ερευνητές μάλιστα υποστηρίζουν πως το μεγαλύτερο μέρος της ζωής στην Γη μπορεί να διαμένει στο υπέδαφος του πλανήτη μας».