Δύο ολόιδια μη επανδρωμένα διαστημικά σκάφη – δορυφόροι της NASA, μετά από ταξίδι 100 ημερών έφθασαν στο φεγγάρι και τέθηκαν σε ελλειπτικές τροχιές γύρω του, καθώς ετοιμάζονται να καταγράψουν αναλυτικά τις διακυμάνσεις της βαρύτητας της Σελήνης.
Στόχος είναι να εξαχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα για το εσωτερικό του φεγγαριού και να δημιουργηθεί ένας σχετικός χάρτης με τις κοιλότητες και τα πετρώματα που υπάρχουν κάτω από την επιφάνεια. Γι’ αυτό, άλλωστε, η αποστολή έχει βαφτιστεί μεταφορικά «ταξίδι στο κέντρο της Σελήνης».
Κατά τους επόμενους δύο μήνες, τα δίδυμα σκάφη της αποστολής GRAIL (Gravity Recovery and Interior Laboratory) θα προσαρμοστούν σταδιακά στην καλύτερη δυνατή κυκλική τροχιά πάνω από το φεγγάρι, σε υψόμετρο περίπου 55 χιλιομέτρων, ώστε να αρχίσουν μέσα στον Μάρτιο να καταγράφουν τις αυξομειώσεις της βαρύτητας, βγάζοντας τα ανάλογα συμπεράσματα για το τι υπάρχει στο εσωτερικό της Σελήνης, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ και το BBC.
Καθώς τα σκάφη θα πετούν πάνω από πιο πυκνές ή πιο αραιές και με μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα περιοχές, η ταχύτητά τους αναγκαστικά θα επιταχύνεται ή θα επιβραδύνεται ανεπαίσθητα, όχι περισσότερο από ένα απειροελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου, λόγω της άνισης κατανομής της μάζας στο εσωτερικό του φεγγαριού.
Συνδυάζοντας αυτές τις μικρές μεταβολές ταχύτητας των δύο σκαφών, που το ένα θα ακολουθεί το άλλο σε απόσταση 100 – 200 χλμ., οι επιστήμονες θα είναι σε θέση να χαρτογραφήσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια από ποτέ τη σεληνιακή βαρύτητα, η οποία είναι περίπου το ένα έκτο της γήινης.
Ύστερα από περισσότερες από 100 αποστολές στο φεγγάρι (μεταξύ των οποίων οι έξι επανδρωμένες αποστολές του προγράμματος «Απόλλων» κατά την περίοδο 1969-72, στο πλαίσιο των οποίων 12 Αμερικανοί αστροναύτες περπάτησαν πάνω του), οι επιστήμονες έχουν ακόμα ένα σημαντικό κενό στις γνώσεις τους, όσον αφορά τι ακριβώς υπάρχει όχι πάνω, αλλά μέσα στη Σελήνη.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι ο δορυφόρος της Γης σχηματίστηκε όταν ένα ουράνιο σώμα, μεγάλο όσο ο ‘Αρης, προσέκρουσε στον πλανήτη Γη και από την τρομακτική σύγκρουση, λίγο μετά τη δημιουργία του ηλιακού του συστήματος πριν από περίπου 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια, τα απομεινάρια που εκτινάχθηκαν στο διάστημα, άρχισαν να περιφέρονται γύρω από τη Γη, υπό την επίδραση της γήινης βαρύτητας, ώσπου συμπυκνώθηκαν τελικά σε ένα δορυφόρο.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι επιστήμονες ξέρουν περισσότερα για τον μακρινό Άρη παρά για την κοντινή Σελήνη, σύμφωνα με την επικεφαλής επιστήμονα της νέας αποστολής, Μαρία Ζούμπερ, του πανεπιστημίου ΜΙΤ. Όπως τόνισε, παραμένουν ακόμα διάφορα αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τη γεωλογική εξέλιξη της Σελήνης, όπως π.χ. γιατί η σκοτεινή πλευρά της είναι μορφολογικά τόσο διαφορετική (πιο ορεινή) από αυτήν που μόνιμα «βλέπει» τη Γη (πιο επίπεδη).
Η Σελήνη χρειάζεται περίπου τον ίδιο χρόνο για να κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονά της, με τον χρόνο που χρειάζεται για μια πλήρη περιφορά γύρω από τη Γη, κάτι που εξηγεί γιατί βλέπουμε μόνο την ίδια πλευρά της. Το 1959, για πρώτη φορά, το σοβιετικό μη επανδρωμένο σκάφος «Λούνα 3» φωτογράφισε τη μακρινή σκοτεινή πλευρά τής Σελήνης, η επιφάνεια της οποίας έκτοτε φέρει μέχρι σήμερα ουκ ολίγες σοβιετικές ονομασίες.
Τα σκάφη της αποστολής GRAIL (συνολικού κόστους περίπου 500 εκατ. δολαρίων), τα οποία κατασκευάστηκαν από την αμερικανική εταιρία Lockheed Martin Corp, τροφοδοτούνται με ηλιακή ενέργεια. Εάν οι μπαταρίες τους καταφέρουν να επιβιώσουν από την επόμενη έκλειψη της Σελήνης, που θα συμβεί τον Ιούνιο, όταν θα «κρυφτεί» πίσω από τη σκιά της Γης για μερικές ώρες, τότε θα έχουν την ευκαιρία να επεκτείνουν το έργο τους έως το τέλος του 2012.