Αμερικανοί ερευνητές δημιούργησαν ένα ρομποτικό πρόσωπο που έχει την ικανότητα να παίρνει εκφράσεις πόνου, φόβου, αηδίας και άλλων συναισθημάτων, προκειμένου να βοηθήσει στην εκπαίδευση των γιατρών στις διαγνώσεις.
Το ανθρωποειδές ρομπότ, που φέρει την ονομασία «Φίλιπ Ντικ» (από το όνομα του διάσημου Αμερικανού συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας) και δημιουργήθηκε από την εταιρεία Hanson Robotics, σύμφωνα με το «New Scientist», έχει ρεαλιστικό δέρμα στο πρόσωπό του και μπορεί να παίρνει πειστικές εκφράσεις.
Έως τώρα, για την εκπαίδευση των γιατρών χρησιμοποιούνταν διάφοροι ρομποτικοί προσομοιωτές ασθενών, που μπορούν να ματώνουν, να αναπνέουν, ακόμη και να αντιδρούν στα φάρμακα.
«Είναι απίστευτα αυτά τα ρομπότ, αλλά έχουν ένα σοβαρό σχεδιαστικό ελάττωμα: το πρόσωπό τους είναι στατικό και δεν εκδηλώνει συναισθήματα» σύμφωνα με τη Λόρεν Ρικ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σαν Ντιέγκο, η οποία ανέλαβε με τους συνεργάτες της να δημιουργήσει ένα… πονεμένο ρομπότ.
«Το να ερμηνεύει ένας γιατρός τις εκφράσεις ενός ασθενούς, μπορεί να βοηθήσει στο να διαγνώσει αν έχει πάθει εγκεφαλικό, αν πονάει ή αν εμφανίζει αντίδραση σε κάποιο φάρμακο. Οι γιατροί πρέπει να είναι σε θέση να κάνουν κάτι τέτοιο εξ αρχής», ανέφερε η Ρικ, που έκανε τη σχετική ανακοίνωση στη Συνδιάσκεψη για την Αλληλεπίδραση Ανθρώπων-Ρομπότ στη Βιέννη.
Το ρομπότ θα δοκιμασθεί για πρώτη φορά στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σαν Ντιέγκο εντός του 2017. Εκτός από το ρομπότ έχει δημιουργηθεί και μια εικονική εκδοχή του, το πρόσωπο ενός ψηφιακού «αβατάρ» σε οθόνη υπολογιστή, το οποίο προσφέρει μια εναλλακτική μέθοδο εκπαίδευσης στις ιατρικές διαγνώσεις.
Τόσο το ρομπότ, όσο και το παρεμφερές αβατάρ δημιουργήθηκαν, αφού προηγουμένως οι ερευνητές συνέλλεξαν πολλά βίντεο ανθρώπων που πονούσαν, φοβόντουσαν ή αηδίαζαν. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν ένα ειδικό λογισμικό για να μετατρέψουν τις εκφράσεις του προσώπου σε κινούμενα σημεία, τα οποία τελικά «χαρτογραφήθηκαν» πάνω στο ρομπότ και στο αβατάρ.
Τα πειράματα με 102 εθελοντές, εκ των οποίων οι μισοί ήταν γιατροί και νοσηλευτές, έδειξαν ότι περιέργως το μη ιατρικό προσωπικό ήταν καλύτερο στη σωστή διάγνωση των εκφράσεων πόνου (με ποσοστό επιτυχίας 83% έναντι μόνο 54% των γιατρών-νοσηλευτών). Στη διάγνωση του φόβου, οι γιατροί και νοσηλευτές ήταν χειρότεροι, αν και σε μικρότερο βαθμό από τον πόνο, ενώ μόνο στις εκφράσεις αηδίας τα ποσοστά επιτυχίας ήταν παρόμοια για τις δύο ομάδες.
Αυτό επιβεβαιώνει ευρήματα προηγούμενων μελετών ότι οι γιατροί είναι χειρότεροι στο να διαγνώσουν αν κάποιος πονάει και πόσο σοβαρά, σε σχέση με τους μη γιατρούς, καθώς οι πρώτοι φαίνεται συστηματικά να υποεκτιμούν την ένταση του πόνου. Πιθανώς αυτό οφείλεται στο ότι η ιατρική εκπαίδευση τείνει να μειώνει σκοπίμως τα επίπεδα ενσυναίσθησης στους επαγγελματίες της υγείας. Το ερώτημα πλέον είναι κατά πόσο ένα ρομπότ μπορεί να διδάξει έναν γιατρό να κάνει καλύτερες διαγνώσεις του πόνου στο πρόσωπο ενός ανθρώπου.