Eλληνοτουρκικά
Οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας (ή τα λεγόμενα ελληνοτουρκικά όπως αρέσκεται να αναφέρεται ο Τύπος στις σχέσεις μεταξύ των δύων χωρών), χαρακτηρίζονται από εναλλασσόμενες περιόδους αμοιβαίας εχθρότητας και συμφιλίωσης από τότε που η Ελλάδα κέρδισε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1832, μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Από τότε οι δύο χώρες έχουν αντιμετωπίσει η μία την άλλη σε τέσσερις μεγάλους πολέμους, τον ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο το 1912-1913, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) και τέλος τον ελληνοτουρκικό Πόλεμο των ετών 1919 - 1922. Με τον τερματισμό του τελευταίου ακολούθησε η ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Και οι δύο χώρες εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ το 1952. Οι σχετικά καλές σχέσεις που είχαν διαμορφωθεί μέχρι τότε επιδεινώθηκαν και πάλι κατά τη δεκαετία του 1950, λόγω του πογκρόμ που δέχτηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης το 1955 και τις μετέπειτα απελάσεις που δέχτηκαν το 1960, το Κυπριακό ζήτημα, την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και τις μετέπειτα στρατιωτικές αντιπαραθέσεις σχετικά με τη διαφορά επάνω στο ζήτημα της κυριότητας ορισμένων νησιών του Αιγαίου.
Μία περίοδος σχετικής εξομάλυνσης στα ελληνοτουρκικά άρχισε μετά το 1999 με τη λεγόμενη «διπλωματία του σεισμού», όταν και οι δύο χώρες συνεργάστηκαν πάνω από τα συντρίμμια που άφησε πίσω του ο Εγκέλαδος. Η εχθρότητα επανήλθε τα τελευταία χρόνια επί διακυβέρνησης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ειδικότερα τη δεκαετία του 2010 τα περιστατικά έντασης έχουν αυξηθεί και πάλι.
Η κρίση στα Ίμια και η παρολίγον ένοπλη σύρραξη
Τα Ίμια ή Λίμνια είναι δύο ελληνικές ακατοίκητες νησίδες ανατολικά της Καλύμνου στα Δωδεκάνησα. Τα νησιά αυτά έγιναν γνωστά το 1996, όταν έγιναν αφορμή να προκληθεί μεγάλη κρίση στα ελληνοτουρκικά με ανθρώπινες απώλειες που έφεραν τις δύο χώρες στο όριο της σύρραξης. Η κρίση αυτή είναι γνωστή ως «Κρίση των Ιμίων».
Όλα ξεκίνησαν στις 25 Δεκεμβρίου του 1995 με ένα τουρκικό φορτηγό πλοίο με το όνομα «Φιγκέτ Ατάτ» να βγαίνει στα αβαθή πολύ κοντά στην ανατολική νησίδα των Ιμίων και από εκεί να εκπέμπει σήμα κινδύνου ζητώντας όμως να διασωθεί από το τουρκικό λιμενικό, καθώς ο καπετάνιος του ισχυριζόταν πως είναι σε τουρκικά χωρικά ύδατα. Την επόμενη ημέρα στις 26 Δεκεμβρίου οι λιμενικές Αρχές της Καλύμνου ειδοποιούν το Υπουργείο εξωτερικών πως κάτι πρέπει να γίνει διαφορετικά το πλοίο θα βυθιστεί. Η Αθήνα ενημερώνει σχετικά την Άγκυρα.
Την επόμενη ημέρα, στις 27 Δεκεμβρίου 1995, η Άγκυρα εστιάζει όχι τόσο στην διάσωση του πλοίου όσο προς το θέμα της γενικότερης περιοχής «θέτοντας θέμα». Στις 28 Δεκεμβρίου δύο ελληνικά ρυμουλκά ξεκολλάνε το τουρκικό σκάφος και το οδηγούν σε τουρκικό λιμάνι.
Την ίδια ημέρα όμως η ένταση ανεβαίνει κατακόρυφα όταν μια από τις τουρκικές παραβιάσεις στον αέρα καταλήγει σε συντριβή τουρκικού μαχητικού στη Λέσβο, μετά από άγρια αερομαχία. Ο τούρκος πιλότος θα διασωθεί και θα σταλθεί πίσω.
Θρυαλλίδα, σύμφωνα με πολλούς, θα αποτελέσει το γεγονός της 26ης Ιανουαρίου όταν ο δήμαρχος της Καλύμνου Δημήτρης Διακομιχάλης πηγαίνει και ανεβάζει μαζί με τον αστυνομικό διευθυντή, τον παπά του νησιού και δύο ακόμα άτομα, μια ελληνική σημαία στα νησάκια. Την επόμενη ημέρα «δημοσιογράφοι» της εφημερίδας Hurriyet θα κάνουν αεραπόβαση στη μεγαλύτερη από τις δύο νησίδες των Ιμίων και αφού πάρουν σαν λάφυρο την ελληνική σημαία του δημάρχου θα ανεβάσουν μια τουρκική, προκαλώντας αστραπιαία ένα σοκ σε διάφορες νευραλγικές υπηρεσίες στην Αθήνα.
Στις 28 Ιανουαρίου το περιπολικό του ελληνικού στόλου «Αντωνίου» (από τότε τα περιπολικά βαστούν Θερμοπύλες στα μέρη εκείνα) κατεβάζει την τουρκική και υψώνει την ελληνική ενώ το ίδιο βράδυ στελέχη των ΟΥΚ θα ανέβουν αθέατοι στην Μεγάλη Ίμια με την εντολή όμως να αποφύγουν κάθε πρόκληση που θα κλιμακώσει περαιτέρω την ένταση.
Πολεμικά πλοία της Άγκυρας όμως μπαίνουν σε ελληνικά χωρικά ύδατα προσεγγίζοντας τα Ίμια. Η Αθήνα διαμαρτύρεται σε Ε.Ε. και ΗΠΑ. Στις 30 Ιανουαρίου, ο Σημίτης θα μιλήσει στο τηλέφωνο με τον Μπιλ Κλίντον, τότε πρόεδρο των ΗΠΑ. Στο τηλεφώνημα γίνεται κατανοητό προς την αμερικανική πλευρά πως αν υπάρξει πρόκληση η Αθήνα δεν θα διστάσει να «τραβήξει την σκανδάλη».
Ενώ όμως η Ελλάδα στέλνει δύο μεγάλα πλοία, στην περιοχή, η Τουρκία θέτει θέμα «Γκρίζων Ζωνών» και λέει όχι στην ελληνική πρόταση για συζητήσεις. Τα μεσάνυχτα τις 31ης Ιανουαρίου συγκαλείται σύσκεψη στο γραφείο του Σημίτη και όχι στο Κέντρο Επιχειρήσεων όπως ζητούσαν ορισμένοι, προκειμένου να έχουν οι πολιτικοί καλύτεροι ενημέρωση. Είκοσι λεπτά πριν τις 2 τα ξημερώματα στο «Πεντάγωνο» φτάνουν πληροφορίες πως η Τουρκία αποβιβάζει βατραχανθρώπους στην μικρή Ίμια.
Δύο περίπου ώρες αργότερα, η Αθήνα θα στείλει το θρυλικό πλέον ελικόπτερο για να τσεκάρει την πληροφορία. Δέκα λεπτά αργότερα και ενώ επικρατούν πολύ κακές καιρικές συνθήκες, το ελικόπτερο θα επιβεβαιώσει την ύπαρξη 10 Τούρκων με σημαία. Θα λάβει εντολή να επιστρέψει αλλά λίγο πιο έξω από την Καλόλιμνο θα συντριβεί, με τους τρεις επιβαίνοντες στρατιωτικούς να χάνουν τη ζωή τους. Πρόκειται για τον υποπλοίαρχο Χριστόδουλο Καραθανάση, τον υποπλοίαρχο Παναγιώτη Βλαχάκο και τον αρχικελευστή Έκτορα Γιαλοψό.
Η ένταση θα κορυφωθεί και τότε θα παρέμβουν οι ΗΠΑ με τον υφυπουργό Εξωτερικών Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ να θέτει την πρόταση σε Αθήνα και Άγκυρα «Όχι πλοία, όχι στρατιώτες, όχι σημαίες». Καμιά από τις δύο χώρες δεν είναι εκείνη την στιγμή διατεθειμένη να πάει το θέμα παρακάτω και έτσι μέχρι το μεσημέρι της ίδιας ημέρας δεν θα έχει μείνει κανένας στρατιωτικός και πλοίο στην περιοχή.
Το θερμό καλοκαίρι του 2020
Το καλοκαίρι του 2020 τα ελληνοτουρκικά έγιναν και πάλι πρώτο θέμα στη πολιτική ατζέντα καθώς η τουρκική πλευρά επί μήνες τέντωνε το σκοινί με τουρκικές φρεγάτες και τα δύο ερευνητικά Oruc Reis και Barbaros να πλέουν εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας και εντός Κυπριακής ΑΟΖ.
Τα ερευνητικά έκαναν βόλτες στο Αιγαίο σχεδόν όλο το καλοκαίρι στο Αιγαίο φτάνοντας μέχρι και τα μέσα Σεπτέμβρη όπου υπήρξε μία σχετική εξομάλυνση της κατάστασης και της απόσυρσής τους στο λιμάνι της Αττάλειας. Ωστόσο η συγκεκριμένη κρίση στα ελληνοτουρκικά έφτασε μέχρι και τα τέλη του φθινοπώρου του 2020 όταν και ξεκίνησαν δειλά δειλά οι δύο χώρες να προσεγγίζονται μέσω των διερευνητικών επαφών.