Δώδεκα χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη φορά που η Κατερίνα Στεφανίδη συμμετείχε σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Οκτώ χρόνια έχουν περάσει από το χρυσό της μετάλλιο στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Τώρα είναι έτοιμη για την τέταρτη συμμετοχή της στην κορυφαία αθλητική διοργάνωση. Τι θυμάται από τις προηγούμενες διοργανώσεις; Πού θέτει τον… πήχη για το Παρίσι και τι έχει αλλάξει στον τρόπο, με τον οποίο βλέπει τα πράγματα; Η κορυφαία Ελληνίδα επικοντίστρια, μέλος της Stoiximan Belle Équipe, μας μιλάει για όλα λίγο πριν ξεκινήσει τις προσπάθειές της στην Πόλη του Φωτός στα προκριματικά του επί κοντώ την προσεχή Δευτέρα.

Πώς είναι να βαδίζεις στους Ολυμπιακούς Αγώνες για 4η φορά;

Δεν είναι κάτι το οποίο το σκέφτομαι πάρα πολύ. Προφανώς θεωρούμαι έμπειρη και μέσα στο αγώνισμα μου – νομίζω ίσως υπάρχει μόνο μια άλλη κοπέλα που να πηγαίνει για τέταρτη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες – αλλά και στην ελληνική ομάδα. Δεν είναι όμως, κάτι που σκέφτομαι. Η κάθε εμπειρία ήταν πολύ διαφορετική. Ειδικά η τελευταία στο Τόκιο, με τον Covid.

Ποια εμπειρία έρχεται πρώτη στο μυαλό σου από κάθε προηγούμενη συμμετοχή;

Είναι δύσκολο να περιγράψω πόσο διαφορετική ήταν η κάθε εμπειρία όταν ήμασταν στους Αγώνες. Δηλαδή, στο Λονδίνο που ήταν οι πρώτοι μου Ολυμπιακοί Αγώνες, υπήρχε πολύ έντονη ασφάλεια. Ήταν πολύ αυστηρή. Δεν μας άφηναν να πάμε πουθενά στο στάδιο εκτός των δυο επιτρεπτών θέσεων.

Αγωνιστικά υπήρχαν πολύ κακές συνθήκες, πάρα πολύς αέρας που σίγουρα δεν είναι κάτι που περιμένεις. Στα μεγάλα στάδια των Ολυμπιακών Αγώνων υποθέτεις πως θα «κόβει». Ήταν κάτι που ήταν σχετικά δύσκολο να το διαχειριστώ. Ενώ συνηθίζω να κάνω καλές εμφανίσεις σε μεγάλους αγώνες, εκεί έκανα μια από τις χειρότερες, εν μέρει λόγω των συνθηκών.

Εκεί ωστόσο, συνειδητοποίησα πως επειδή κάποιος αγώνας είναι μεγάλος, δεν σημαίνει ότι θα έχει ιδανικές συνθήκες. Έμαθα πως πρέπει να ανταπεξέρχομαι ανεξάρτητα, αφού πάντα μπορεί να προκύψουν συνθήκες που δεν μπορώ να ελέγξω. Επίσης, επειδή οι Άγγλοι φώναζαν πολύ δυνατά όταν αγωνιζόταν συμπατριώτης τους, αποφάσισα πως αν ξαναπήγαινα σε Αγώνες θα είχα μαζί μου ωτοασπίδες.

Μετά ήμασταν στο Ρίο, όπου μπαίναμε στο στάδιο και κάναμε ό,τι θέλαμε. Είχαμε βρει κάτι σουίτες που κανονικά νοικιάζονται από εταιρείες και ανοίγαμε σιγά σιγά τις πόρτες και όταν βρίσκαμε μια άδεια, καθόμασταν εκεί και βλέπαμε τους αγώνες, χωρίς να μας ενοχλήσει ποτέ κανείς.

Εξίσου περίεργη ήταν η διαφορά από το Ρίο στο Λονδίνο και έξω από το στάδιο. Στο Λονδίνο είχαν χτίσει το Ολυμπιακό Χωριό δίπλα σε mall (ή το ανάποδο) και δεν βγήκαμε ποτέ εκτός αυτού του πλαισίου. Το Λονδίνο το είδα μετά από χρόνια, όταν ξαναπήγα για άλλους αγώνες. Στο Ρίο υπήρχε και η επιλογή να πάρουμε όχημα ιδιωτικής μετακίνησης μέσω εφαρμογής και να πάμε όπου θέλουμε. Μας έλεγαν να προσέχουμε για να μην μας κλέψουν, αλλά είδαμε πολλά μέρη της πόλης.

Σε ό,τι αφορά τον αγώνα μου στο Ρίο, ήταν για εμένα μια πολύ αγχώδης εμπειρία. Δεν μπορώ να πω ότι θυμάμαι πολλά. Κυρίως θυμάμαι ό,τι έχω δει στην τηλεόραση και ένας από τους κύριους λόγους ήταν ότι πήγα λίγο τραυματισμένη -κάτι που δεν ήξερε ο πολύς κόσμος- ενώ είχα κάνει μια πάρα πολύ καλή και σταθερή χρονιά, που με είχε κατατάξει στα φαβορί.

Τρεις εβδομάδες πριν τους Αγώνες κάτι με πόνεσε στο πόδι. Δεν ξέραμε τι ήταν, όμως δεν μπορούσα καν να κάνω τζόκινγκ. Ένα από αυτά που συνειδητοποίησα τότε, ήταν πως ψυχολογικά δεν διαχειρίζομαι πολύ καλά τους τραυματισμούς. Ήμουν τυχερή, γιατί με βοήθησαν πολύ οι φυσικοθεραπευτές της Εθνικής ομάδας και το «φτιάξαμε». Αλλιώς δεν ξέρω τι θα είχε γίνει.

Μετά πήγαμε στο Τόκιο, όπου έπρεπε να παρουσιαστούμε μόλις πέντε ημέρες νωρίτερα (δεν επιτρεπόταν πιο νωρίς) και δεν είδαμε απολύτως τίποτα. Δεν βγήκαμε έξω από το Ολυμπιακό Χωριό γιατί δεν επιτρεπόταν και δεν υπήρχε άνθρωπος στις κερκίδες. Αγωνιστικά, ήταν από τις πρώτες διοργανώσεις που δεν πήρα μετάλλιο, αλλά από τον εαυτό μου ήμουν ικανοποιημένη.

Ήμουν η μόνη από τις 15 κοπέλες του τελικού που ισοφάρισε την επίδοση εκείνης της χρονιάς. Δηλαδή, ήμουν η μόνη που έκανα το καλύτερο δυνατό. Αυτό για εμένα είχε μεγάλη σημασία, δεδομένων και των τραυματισμών που είχα τον ενάμιση χρόνο που είχε προηγηθεί.

Αν είχαν γίνει το 2020 οι Ολυμπιακοί, δεν ξέρω αν θα είχα αγωνιστεί. Το φθινόπωρο ξεκίνησα την προετοιμασία με περπάτημα – σε τόσο κακή κατάσταση ήμουν.

Ως εκ τούτου, όταν πήδηξα πέντε πόντους λιγότερους από το Ρίο, όπου είχα κάνει 50% περισσότερη προπόνηση και είχαν πάει 100% καλύτερα οι αγώνες, ήταν τεράστια επιτυχία, μολονότι ο κόσμος είδε πως ήμουν Ολυμπιονίκης που δεν πήρε μετάλλιο.

Το μετάλλιο είναι κάτι που δεν μπορώ να ελέγξω. Οι τρεις κοπέλες που ήταν μπροστά μου και πήραν τα μετάλλια είχαν πολύ καλύτερη χρονιά από εμένα, ωστόσο βγήκα γεμάτη από τον αγώνα στο Τόκιο.

Ποιες οι προσδοκίες σου για τους Ολυμπιακούς στο Παρίσι;

Θέλω να πω ότι σκέφτομαι ένα καλό πλασάρισμα. Μετά το Τόκιο χρειάστηκα σχεδόν ενάμιση χρόνο για να επανέλθω στο 100% από τον τραυματισμό και επειδή μπαίνει στη μέση και το θέμα της ηλικίας, ήμασταν πολύ προσεκτικοί με ό,τι κάναμε. Φτάσαμε λοιπόν, σε ένα επίπεδο να κάνουμε κατά 90% ό,τι κάναμε πριν το Ρίο, μια δεκαετία αργότερα.

Σωματικά έχω φτάσει στο επίπεδο του Ρίο και αυτό που κυνηγούσαμε ήταν το ψυχολογικό κομμάτι. Να ξαναβρώ δηλαδή, την αυτοπεποίθησή μου, που πλέον θεωρώ ότι είμαι σε καλό επίπεδο. Έχει σημασία να το δείξω.

Αλλάζουν πράγματα στον τρόπο που προετοιμάζεσαι για τους αγώνες με το πέρασμα του χρόνου;

Πλέον κάνω λιγότερη προπόνηση και καταφέρνω να φτάνω στο ίδιο επίπεδο, γιατί έχω πολύ καλύτερη βάση. Γενικά ωστόσο, όλα τα χρόνια αλλάζαμε κάτι στην προπόνηση, ακόμα και από το 2016 έως το 2019, που θεωρώ ότι ήταν τα καλύτερα μου, η προπόνηση διαφοροποιήθηκε πολύ. Πήδηξα ουσιαστικά σχεδόν το ίδιο, με διαφορά 6 εκατοστών ως μεγαλύτερη διαφορά από χρονιά σε χρονιά.

Πλέον και μετά τον τραυματισμό θα έλεγα ότι ήμασταν λίγο πιο προσεκτικοί στο να μετράμε πόσα άλματα κάνω. Δηλαδή πριν το πριν τον τραυματισμό και όταν ήμουν λίγο νεότερη, μπορούσα να κάνω 40 άλματα σε μια προπόνηση και να μην ασχοληθούμε με το πόσα έκανα. Εν τω μεταξύ, αφότου ολοκλήρωνα, έκανα και μια προπόνηση ταχύτητας.

Τώρα, τις μεγάλες μέρες των αλμάτων μπορεί να σταματήσουμε στα 35 και μετά δεν θα τρέξω. Ή αν έχω κάνει πολλά άλματα, την επομένη κάνουμε βάρη και τρέχω τη μεθεπόμενη, ώστε να δώσω στα πόδια μου την ενδιάμεση ημέρα.

Οπότε, θα έλεγα πως έχει αλλάξει λίγο το εβδομαδιαίο πρόγραμμα. Όχι το τι κάνουμε στην προπόνηση, αλλά το πώς οργανώνουμε την εβδομάδα μας.

Υπάρχει άγχος;

Από πολύ μικρή ηλικία είχα ένα θέμα άγχους με τους αγώνες. Θυμάμαι στα 13-14 είχα ενοχλήσεις στην κοιλιά. Στον πρώτο μεγάλο αγώνα που κέρδισα (το Παγκόσμιο Κορασίδων στο Μαρόκο) ένα από τα άγχη μας ήταν να μη φάμε και να μην πιούμε κάτι που θα μας προκαλούσε κοιλιακές διαταραχές. Ήμουν βέβαιη πως είχα αρρωστήσει από το φαγητό.

Παρόλα αυτά, από την ίδια ηλικία φάνηκε να αντιδρώ πολύ καλά στην πίεση. Όσο μεγαλύτερος ήταν ο αγώνας, τόσο καλύτερα αγωνιζόμουν. Σίγουρα λοιπόν, δεν μπορώ να πω ότι το άγχος μου έχει δημιουργήσει πρόβλημα στην καριέρα μου.

Μετά τις επιτυχίες στο Λονδίνο και το Ρίο, σε αγώνες που δεν είχα άγχος, δεν πήγαινα εξίσου καλά. Ήταν σαν να μη με ενδιέφερε. Άρα, πρέπει να έχω άγχος που είναι κάτι μεταξύ άγχους και ενθουσιασμού.

Έπειτα ωστόσο, από κάποιες επιτυχίες και αποτυχίες άλλαξε το άγχος. Ένιωθα πως πρέπει να πάω καλά. Αυτό είναι κάτι που έχω δουλέψει την τελευταία χρονιά – και με τη συνεργασία αθλητικού ψυχολόγου – ώστε να ανέβει και η αυτοπεποίθηση μου.

Έχω καταλάβει πια πως δεν «πρέπει» τίποτα. Κάνω κάτι που αγαπώ και μου έχει δώσει τόσα πολλά ήδη, άρα δεν υπάρχει άγχος να πετύχω. Μόνο αυτό του να θέλω να πάω εγώ καλά. Έχω συνειδητοποιήσει ότι το «πρέπει» είναι περισπασμός που δεν θα με βοηθήσει με κανέναν τρόπο να αγωνιστώ καλύτερα κι έμαθα πώς να σταματώ να το σκέφτομαι.